Το έκτακτο εξοπλιστικό πρόγραμμα 10 δισεκατομμυρίων, που ανακοίνωσε η κυβέρνηση ενθουσίασε εκείνους που επί χρόνια διαμαρτύρονταν δικαίως, ότι η εθνική άμυνα στα χρόνια των μνημονίων δε λάμβανε την απαραίτητη οικονομική υποστήριξη

Γράφει ο Κωνσταντίνος Λεντάκης*



Οι επιθετικές κινήσεις των ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων της Τουρκίας στο Αιγαίο συνιστούν έναν εκβιασμό του Erdoğan προς την Ελληνική κυβέρνηση, που σε απλή μετάφραση αποδίδεται με το «ή θα συμφωνήσετε να μοιραστούμε τη δική σας ΑΟΖ, ή πάμε σε πόλεμο και σας την παίρνουμε ολόκληρη δια της βίας».

Όμως, ο λόγος που εντελώς ξαφνικά ανακοινώθηκε μια τόσο γενναιόδωρη ενίσχυση της άμυνας, είναι, ότι η κυβέρνηση δείχνει άγνοια ως προς το πως αντιμετωπίζονται απειλές όπως οι πιο πρόσφατες Τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο. Το πρόβλημα με την προσέγγιση που επέλεξε η κυβέρνηση για την επίλυση αυτής της κρίσης ασφάλειας είναι, πως ελπίζει, ότι με την ξαφνική αγορά καινούργιων οπλικών συστημάτων θα καταφέρει να εξαναγκάσει τον Erdoğan σε απεμπόληση των διεκδικήσεων του.

Τέτοιου είδους κρίσεις ασφάλειας απαιτούν στρατηγική προσέγγιση για την αποκλιμάκωση τους και όχι βεβιασμένες αγορές οπλικών συστημάτων με τα οποία οι Ένοπλες Δυνάμεις θα χρειαστούν χρόνια να εξοικειωθούν. Επί κυβερνήσεως Kennedy, οι κρίσεις του Βερολίνου και των πυραύλων της Κούβας δεν επιλύθηκαν με εξαγγελίες εκτάκτων εξοπλιστικών προγραμμάτων, αλλά επιδεικνύοντας την απαραίτητη πολιτική βούληση και στρατιωτική αποφασιστικότητα απέναντι στη Σοβιετική επιθετικότητα, ώστε να αντιληφθεί η κυβέρνηση του Χρουτσώφ, ότι οι απειλές της όχι μόνο δεν έπιαναν τόπο, αλλά αν τις πραγματοποιούσε θα οδηγούνταν σε βέβαιη στρατιωτική ήττα.

Πέραν της κριτικής για την αιφνίδια εξαγγελία αγοράς φρεγατών Belh@rra και μαχητικών αεροσκαφών Rafale, η αγορά όπλων για τα υπάρχοντα οπλικά συστήματα των ΕΔ, όπως των πυραύλων Scalp για τα Mirage 2000 της Πολεμικής Αεροπορίας και σύγχρονων τορπιλών για τα υποβρύχια τύπου 214 του Πολεμικού Ναυτικού, είναι πολύ θετικά νέα. Τέτοιου είδους αγορές είναι απολύτως ωφέλιμες, καθώς μπορούν να αξιοποιηθούν άμεσα από τις ΕΔ στην περίπτωση που η Τουρκική κυβέρνηση αποφασίσει να κλιμακώσει την αναμέτρηση σε σύρραξη.

Το ζήτημα εδώ είναι ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη δείχνει να έχει κληρονομήσει τη συνήθεια των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων που ταύτιζαν τη στρατηγική με το shopping therapy. Η αγορά καινούργιων οπλικών συστημάτων πρέπει να γίνει βάσει του στρατηγικού οράματος για την εθνική άμυνα σε βάθος χρόνου και όχι επειδή ο Erdoğan επέλεξε αυτή την περίοδο για να απειλήσει την Ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο.

Επιστρέφοντας στο θέμα του έκτακτου εξοπλιστικού προγράμματος, αν η Ελληνική κυβέρνηση ενδιαφέρεται για τον εκσυγχρονισμό των Ενόπλων Δυνάμεων μέσω της απόκτησης νέων οπλικών συστημάτων, οφείλει να προσεγγίσει αυτό το ζήτημα με βάση το ερώτημα ποιες ένοπλες δυνάμεις χρειάζεται η Ελλάδα τουλάχιστον στα επόμενα δέκα χρόνια και όχι σύμφωνα με το τι πιστεύει ότι θα εκφόβιζε τον Erdoğan και την Τουρκική στρατιωτική ηγεσία στην τωρινή κρίση.

Σύμφωνα με αυτή τη λογική, δεν εξηγείται πουθενά με ποια αμυντικά κριτήρια επέλεξε η κυβέρνηση να αντικαταστήσει τα Mirage με το Rafale. Ήδη, η ΠΑ έχει το πλεονέκτημα έναντι της Τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας, η οποία ποτέ δεν ήταν ισάξια με την Ελληνική και πλέον έχει ευνουχιστεί από τον Erdoğan. Στις εκκαθαρίσεις του μετά το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα του 2016 φυλάκισε πάνω από 300 πιλότους F-16 και η απόφαση του να αποκτήσει τα Ρωσικά S-400 οδήγησε το Κονγκρέσο στο να μπλοκάρει όλες τις πωλήσεις Αμερικανικών όπλων άνω των 25 εκατομυρίων δολαρίων προς την Τουρκία, με αποτέλεσμα η Τουρκική Αεροπορία να οδηγείται σε κανιβαλισμό των F-16 της για τη διασφάλιση ανταλλακτικών.

Εκεί που πράγματι υστερεί η ΠΑ σε σχέση με την Τουρκική, είναι η δυνατότητα εναέριου ανεφοδιασμού των αεροσκαφών της. Η Τουρκική Αεροπορία σε καθημερινή βάση διαπράττει πολλαπλές παραβιάσεις του Ελληνικού εναέριου χώρου, χρησιμοποιώντας τα ίδια μαχητικά, τα οποία ανεφοδιάζει στον αέρα. Εν αντιθέσει, η ΠΑ απογειώνει διαφορετικά μαχητικά για κάθε της αναχαίτιση, επιβαρύνοντας μεγάλο αριθμό μαχητικών με ανάγκες συντήρησης και επίγειου ανεφοδιασμού καυσίμων. Αυτό το πρόβλημα, το οποίο είναι ο κύριος υπεύθυνος της απότομης γήρανσης του Ελληνικού στόλου μαχητικών, θα λυνόταν άμεσα με την απόκτηση αεροσκαφών εναέριου ανεφοδιασμού, όπως και έπρεπε να έχει γίνει από το 2012 όταν η κυβέρνηση Σαμαρά ξεκίνησε τις συνομιλίες για χάραξη ΑΟΖ με γειτονικές χώρες και η Τουρκία απάντησε εκτινάζοντας τον καθημερινό αριθμό εναέριων παραβιάσεων.

Το έκτακτο εξοπλιστικό πρόγραμμα είναι χαρμόσυνη είδηση για τις Ένοπλες Δυνάμεις, που αναγκάστηκαν τα τελευταία δέκα χρόνια να διαφυλάσσουν τα εθνικά συμφέροντα παρά την ισχνή οικονομική τους υποστήριξη. Η τωρινή κυβέρνηση θα ήταν χρήσιμο να εστιάσει στην αύξηση του στελεχιακού δυναμικού, όπως έχει άλλωστε προαναγγείλει, και στον εκσυγχρονισμό των υπαρχόντων οπλικών συστημάτων των ΕΔ. Η εγκατάσταση του δικτύου Link 16, όπου είναι αυτό εφικτό, θα βελτίωνε σε μεγάλο βαθμό τις υπάρχουσες δυνατότητες των ΕΔ, ούτως ώστε να διαμοιράζονται μεταξύ τους τις πληροφορίες που αποσπά το κάθε οπλικό σύστημα από το πεδίο δράσης του για να κατέχουν υπεροχή στη συλλογή πληροφοριών στο σύνολο τους σε σχέση με τις αντίπαλες δυνάμεις.

Ένα ακόμη ζήτημα που δημιουργείται με την εξαγγελία του εξοπλιστικού προγράμματος είναι η πλήρης έλλειψη του Αμερικανικού παράγοντα από τον Ελληνικό αμυντικό σχεδιασμό. Η Γαλλία σήμερα τάσσεται υπέρ της Ελλάδας και κατά της Τουρκίας, πρωτίστως γιατί η Τουρκία απειλεί τα Γαλλικά συμφέροντα στη Μεσόγειο και την Αφρική, και όχι τόσο επειδή η Ελλάδα αποφάσισε να προτιμήσει τη Γαλλική αμυντική βιομηχανία ή λόγω της επιβολής αλλαγών στη Γαλλική εξωτερική πολιτική εξαιτίας του Macron. Το εμπάργκο του Κονγκρέσου στις πωλήσεις Αμερικανικών όπλων προς την Τουρκία δημιουργεί μία ευκαιρία για να διεκδικήσει η Ελλάδα τη θέση της, ως η πιο σημαντική σύμμαχος των ΗΠΑ στην περιοχή. Ο πιο γρήγορος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι με την κάλυψη του κενού των πωλήσεων όπλων προς την Τουρκία.

Η απόκτηση νέων οπλικών συστημάτων δε γίνεται να αποφασίζεται ξαφνικά εν μέσω μιας κρίσης ασφάλειας χωρίς να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη το βάθος χρόνου ως παράγοντας. Είναι κατανοητό ότι η Γαλλία επιθυμεί να ενισχύσει την πολεμική της βιομηχανία εν μέσω της αντιπαράθεσης της με την Τουρκία, αλλά οι Έλληνες φορολογούμενοι δεν είναι υποχρεωμένοι να ξοδεύουν τις πενιχρές τους οικονομίες σε λιγότερο ανταγωνιστικά αμυντικά προγράμματα. Τα σφάλματα που έχουν διαπράξει οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις ως προς τα εξοπλιστικά προγράμματα για την εθνική άμυνα, θα ήταν λιγότερο πιθανό να είχαν συμβεί, αν υπήρχε καθοδήγηση από ένα Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας σε αυτά τα ζητήματα. Δυστυχώς, η απουσία του Συμβουλίου ενέχει τον κίνδυνο η κυβέρνηση να ταυτίζει την αμυντική στρατηγική με τους εξοπλισμούς, όπως έκαναν και οι προκάτοχοι της, κάτι το οποίο η άλλη πλευρά αντιλαμβάνεται ως αδυναμία λήψης σωστών αποφάσεων εν μέσω άσκησης πιέσεων.

Παρόλα αυτά, οι Ένοπλες Δυνάμεις πετυχαίνουν πολύ εντυπωσιακές νίκες στις επικοινωνιακές μάχες που επιδιώκει να κερδίσει ο Erdoğan εις βάρος της Ελλάδας ήδη από τον Φεβρουάριο. Η κυβέρνηση βλέποντας τις επιτυχίες των ΕΔ πρέπει να ενισχύσει όσο περισσότερο μπορεί την αποτελεσματικότητα τους και να βασίζεται περισσότερο στη στρατηγική οργάνωση τους για την ανάσχεση της Τουρκικής επιθετικότητας, αντί να προσπαθεί επί ματαίω να υπογράψει συμβάσεις με τον Erdogan, τις οποίες ο Τούρκος πρόεδρος – ούτως ή άλλως – δεν τηρεί.

Επιπρόσθετα, η Ελληνική εξωτερική πολιτική έστρεψε την παγκόσμια προσοχή στο Αιγαίο λαμβάνοντας την ηθική υποστήριξη όλων των κρατών με τα οποία μοιράζεται ΑΟΖ, αλλά θα ήταν σκόπιμο η κυβέρνηση να προχωρούσε και στη δημιουργία Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας για να δημιουργηθεί η απαραίτητη στρατηγική κουλτούρα σε κυβερνητικό επίπεδο, που το έκτακτο εξοπλιστικό πρόγραμμα απέδειξε ότι λείπει.

 

* Ο Κωνσταντίνος Λεντάκης σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης και ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό του στις κλασσικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Το 2017 αναγορεύτηκε διδάκτορας του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου, ενώ το 2014 διετέλεσε ειδικός σύμβουλος των υπουργών Αβραμόπουλου και Δένδια στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας.

 

Πηγή: protothema.gr