Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία του Αναπληρωτή Υπουργού Εθνικής Άμυνας, Δημήτρη Βίτσα, στην ολομέλεια της Βουλής των Ελλήνων (28/03/2017), στη διάρκεια της συζήτησης για τη λήψη απόφασης, για σύσταση Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής που θα διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση για τη διερεύνηση συμβάσεων για εξοπλιστικά προγράμματα:
«Κύριοι συνάδελφοι, κατ’ αρχήν δεν μπορώ να ξεφύγω από την πρόκληση που έγινε σήμερα σε αυτήν την Αίθουσα στη συζήτηση. Και αναφέρομαι σε αυτό που και ο Πρόεδρος της Βουλής, αλλά και εγώ ο ίδιος με ιδιαίτερη έκπληξη άκουσα και αφορούσε τη χθεσινή έκθεση για τον Νίκο Μπελογιάννη. Δεν θα επεκταθώ. Ειπώθηκαν πάρα πολλά.
Εγώ, όμως, έβγαλα ένα συμπέρασμα και θέλω να το μοιραστώ μαζί σας. Ο Νίκος Μπελογιάννης, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, αγωνιστής του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, άνθρωπος που δολοφονήθηκε το 1952 διά παρανόμου εκτελέσεως, ζει. Ζει και όχι μόνο ζει, αλλά φοβίζει. Φοβίζει αυτός ο ήρωας κάθε δημοκράτη ανθρώπου, κάθε Αριστερού ανθρώπου - ο οποίος έχει παλέψει για την ελευθερία, απ’ όλες τις δημοκρατικές παρατάξεις - όλους εκείνους οι οποίοι στο μυαλό τους και στην καθημερινή τους πρακτική έχουν μόνο και μόνο τις διαδικασίες της καταπίεσης, της δουλείας, τις διαδικασίες του αυταρχισμού και βεβαίως φοβίζει τους φασίστες και τους ναζιστές.
Νομίζω ότι αυτή η αναφορά μου ήταν αναγκαία. Ας μπούμε στο θέμα μας. Γίνεται Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή. Γίνεται σαν αντιπερισπασμός; Εγώ βγάζω ένα δεύτερο συμπέρασμα απ’ αυτό. Στα περισσότερα κόμματα ή στις περισσότερες πολιτικές δυνάμεις παραμένει ίδια η αντίληψη για τη δυνατότητα κρίσης της Ελληνίδας και του Έλληνα πολίτη. Τον θεωρούν κουτό, ότι δεν μπορεί να κρίνει, δεν μπορεί να διαχωρίσει, δεν μπορεί να ξεχωρίσει.
Το ίδιο ξαναβγαίνει με τις εξεταστικές. Άκουσα δύο φορές στα τελευταία δέκα λεπτά ότι έχουν γίνει τόσες εξεταστικές, τόσες προανακριτικές. Προτείνει κανένας την κατάργηση του θεσμού ή την ουσιαστικοποίησή του; Ελπίζω ότι όλοι μιλάμε για την ουσιαστικοποίησή του. Άρα όλοι μαζί -και με αλλαγές- πραγματικά να βοηθήσουμε σε αυτή την κατεύθυνση.
Και μια αναφορά ακόμα: Εγώ δεν περίμενα να ακούσω αρχηγό κόμματος, επικεφαλής να επιτιμά άνθρωπο, ο οποίος δεν είναι εδώ για να του απαντήσει και που έχει γίνει καραμέλα. Και στο ερώτημα «Φτάνει μόνο ο Σημίτης ή ο Τσοχατζόπουλος;», το «ούτε Σημίτης ούτε Τσοχατζόπουλος» δεν το έχουμε στο μυαλό μας; Και αυτό είναι το βασικό ζήτημα. Ξέρετε υπάρχουν και από αυτούς τους ανθρώπους και εδώ μέσα και έξω.
Θέλω να πω το εξής: Εγώ δεν έχω τίποτα να αφαιρέσω, μάλλον έχω πολλά να προσθέσω σε αυτά που ανέφερε ο κ. Θεοδωράκης μόλις προηγουμένως σε σχέση με την πορεία των εξοπλιστικών προγραμμάτων, τη λογική τους και τον τρόπο τους. Θα πω και ορισμένα πράγματα από την ομιλία του.
Θέλω να προσθέσω, όμως, ένα στοιχείο. Και δεν το προσθέτω εγώ, αλλά παραδόξως το λέει ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης στη συζήτηση για τον Προϋπολογισμό του 2004 στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής. Τι μας λέει εκεί; Ότι τουλάχιστον 25 μονάδες του δημοσίου χρέους, δηλαδή το ένα τέταρτο, οφείλεται στις «δικαιολογημένες μεν», λέει, «αλλά ιδιαιτέρως αυξημένες αμυντικές δαπάνες της χώρας μας». Αν αυτό το πάρουμε σαν στοιχείο και μέσα βάλουμε τη μίζα, την υπερτιμολόγηση κλπ, βρίσκουμε ένα καινούριο στοιχείο. Αυτό είναι αυτό που θα ήθελα να επισημάνω.
Και το λέω αυτό γιατί θα σας πω κάτι καταρχήν, το οποίο θα σας φανεί πιθανά παράξενο και σε μερικούς θα φανεί πιθανά και παράλογο, όμως, κατά τη γνώμη μου δεν είναι. Η σημερινή συζήτηση και οι αντίστοιχες συζητήσεις και αποφάσεις που παίρνονται συνδέονται, κατά τη γνώμη μου, άμεσα με το ζήτημα της ανάπτυξης και της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας.
Το χτύπημα, δηλαδή, της διαφθοράς και της διαπλοκής δεν είναι ζήτημα νομικό ή ζήτημα ηθικής τάξης, δεν είναι μόνο ζήτημα ποινικό και απόδοσης ευθυνών εκεί που ανήκουν, αλλά είναι ένα ζήτημα βαθιά πολιτικό, συνδέεται με τον τρόπο λειτουργίας του κράτους. Δηλαδή η πάταξη της διαφθοράς και της διαπλοκής είναι πολιτική πράξη και σε τελική ανάλυση είναι και αναπτυξιακή πράξη.
Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε -και είναι ανάμεσα σε αυτά για τα οποία αποφάσισε ο λαός μας το 2015- με τον τρόπο που είχε συγκροτηθεί αυτό το σύστημα σε όλα τα επίπεδα. Και γι’ αυτό χρειαζόμαστε πολιτική βούληση και αυτή η πολιτική βούληση πρέπει να μετατραπεί σε ένα νομικό οπλοστάσιο. Φαίνεται απλό σε μια πρώτη θεώρηση, αλλά στην πραγματικότητα όταν μπαίνεις μέσα στο πεδίο, βλέπεις ότι υπάρχουν και άλλες διαστάσεις, που είτε δεν τις είχες δει προηγούμενα είτε τις είχες υποτιμήσει.
Το ίδιο το σύστημα της διαφθοράς και της διαπλοκής έχει διαμορφώσει, θα μπορούσα να πω πως είχε μεταλλάξει, λειτουργίες του κράτους ώστε να εξυπηρετούν τη διαπλοκή και τη διαφθορά, αλλά και να τους προσφέρει προστασία και ασυλία. Από κάτω, δηλαδή, το σύστημα είχε πολλά συστήματα, που λέει, αν θυμάμαι καλά, ο Κραουνάκης.
Και το λέω αυτό γιατί ναι, χρειάζεται η αλλαγή στο Σύνταγμα για τον νόμο περί ευθύνης Υπουργών, αλλά χρειάζονται και άλλες πολλές αλλαγές, ώστε όλη αυτή η διαδικασία να είναι διαφανής, να είναι κρυστάλλινη και με μία έννοια να είναι ωφέλιμη.
Κατάφερε, λοιπόν, η διαπλοκή και η διαφθορά να διεισδύσει στον σκληρό πυρήνα λειτουργίας του κράτους. Είναι ανάγκη να αποκρυπτογραφήσουμε τους μηχανισμούς και τις λειτουργίες του. Είμαστε σε καλό δρόμο, χρειάζεται περισσότερη δουλειά, δεν μένουμε εδώ, δηλαδή στο πώς κατανοούμε το φαινόμενο, κάνουμε το πρώτο βήμα, μελετάμε τις νομοθετικές παρεμβάσεις που απαιτούνται, σχεδιάζουμε τις αντίστοιχες δομές, που θα υπηρετήσουν αυτή την επιχείρηση εξυγίανσης του δημοσίου και παράλληλα δίνουμε ιδιαίτερη σημασία και στους ανθρώπους, που θα στελεχώνουν και θα υπηρετούν αυτήν τη διαδικασία.
Στη θέση που καθόμουν έχω ένα βιβλίο -ανάμεσα στα πολλά βιβλία, αλλά αυτό είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο- το οποίο έχει τον τίτλο «Η λεηλασία της άμυνας ή αμύνεσθαι περί πάρτης». Δεν συμφωνώ με όλα όσα λέει ο συγγραφέας, αλλά με τα περισσότερα συμφωνώ. Θα θυμίσω ότι γενικός διευθυντής της ΓΔΑΕΕ, την περίοδο του κ. Παπαντωνίου, ήταν ο πρώην πρόεδρος της Λαχαναγοράς της Αθήνας. Δεν λέω τίποτα για τον άνθρωπο, αλλά σας λέω πώς γίνονται οι «μετακομίσεις».
Προσεγγίζοντας λοιπόν αυτό το θέμα, θέλω να επισημάνω τα εξής: Γύρω από αυτά που αφορούσαν τα εξοπλιστικά προγράμματα πάντοτε υπήρχαν σκιές, άλλοτε μεγάλες και άλλοτε μικρές. Ίσως εδώ παίζει και έναν ρόλο η ιδιαιτερότητα των ζητημάτων που άπτονται της εθνικής άμυνας, καθώς κάποιοι εντέχνως χρησιμοποιούν τα ζητήματα της εθνικής ασφάλειας ως χώρο απόκρυψης των ανομιών τους.
Πρέπει όμως να ξεφύγουμε από ένα τεράστιο λάθος που κάνουμε. Το τεράστιο λάθος είναι ότι, όταν αποκαλύπτονται τέτοια ζητήματα, μπορεί να θεωρούμε ότι πλήττεται είτε η άμυνα είτε οι ένοπλες δυνάμεις. Το αντίθετο, από αυτή τη διαδικασία της κάθαρσης και η άμυνα και οι ένοπλες δυνάμεις μπορούν να βγουν κερδισμένες.
Να θυμίσω πάλι τι έλεγε από άλλο χώρο ο κ. Πάνος Μπεγλίτης, Αναπληρωτής Υπουργός Εθνικής Άμυνας και μετά Υπουργός Εθνικής Άμυνας, το 2010; «Γύρω από τους αμυντικούς εξοπλισμούς φτιάχτηκαν περιουσίες, ενδεχομένως και πολιτικές καριέρες. Κάποιοι έγιναν πλούσιοι και βρίσκονται εντός και εκτός Πενταγώνου. Όποια ντουλάπα της Γενικής Διεύθυνσης Εξοπλισμών κι αν ανοίξεις θα βρεις σκελετούς».
Βρισκόμαστε όμως σε μία κατάσταση η οποία διαφέρει και ποιοτικά και ποσοτικά. Μιλάμε για μία συγκεκριμένη οκταετία, την οκταετία 1996-2004. Τι προηγήθηκε αυτής της οκταετίας; Ας είμαστε εδώ ειλικρινείς, τα πάντα ξεκινούν απ’ τα Ίμια και από μια φράση που σε αυτό τον χώρο είπε ο τότε πρωθυπουργός της χώρας κ. Σημίτης.
Αυτή η φράση ήταν τρεις λέξεις, αν δεν κάνω λάθος: «Διαπιστώθηκε έλλειψη δυνάμεως». Από εκεί και πέρα ξεκίνησε το μεγάλο πάρτι. Από αυτή την οκταετία λοιπόν έχουμε δεδομένα ορισμένα στοιχεία. Ποια είναι τα δεδομένα στοιχεία; Ότι ο κ. Τσοχατζόπουλος, αλλά και η πολιτική ηγεσία και διάφοροι αξιωματικοί εκείνης της εποχής τώρα κάνουν αιτήσεις αποφυλάκισης.
Το δεύτερο κομμάτι όμως, που πολλοί εδώ ομιλητές είπαν, για το 2003 είναι γνωστό. Εγώ δεν σας λέω αυτό. Το γεγονός ότι λες ότι το 2003 έγιναν παραγγελίες 5,5 δισεκατομμυρίων ευρώ δεν αποδεικνύει τίποτα από μόνο του. Το τι έχει γίνει μέσα σε αυτή τη διαδικασία έχει σημασία και εδώ πρέπει πολιτικά να διευκολύνουμε και τη δικαιοσύνη στο έργο της.
Το ότι έφτασαν έξι δικογραφίες, οι οποίες εμπεριέχουν ενδείξεις των κακουργηματικών πράξεων, είναι επαρκέστατο ζήτημα και έχει να κάνει και με την κύρια (πρόταση). Και ας μην παίζουμε νομικά λέγοντας «η κύρια και η επικουρική», δεν θα τα έλεγαν οι κύριοι Βουλευτές αυτά αν θα βρίσκονταν σε ένα δικαστήριο, είτε από το ένα μέρος είτε από το άλλο (του συνήγορου ή του κατήγορου).
Είναι ακριβώς το ζήτημα για το οποίο μπορούμε να συστήσουμε την Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή και εντός αυτών των δικογραφιών υπάρχουν όλες οι ενδείξεις. Και στην πρόταση, μόνο η αναφορά των δικογραφιών ως νομιμοποιητικής βάσης της πρότασης είναι επαρκέστατη για την πρόταση. Θέλετε πίσω από κάθε μία να βάζουμε όλη δικογραφία; Αυτό ήθελα να το κάνω απτό.
Το λέω λοιπόν αυτό και είπα όλα τα άλλα για να βλέπεις τους δρόμους (του χρήματος), γιατί ο κ. Παπαντωνίου, στο σημείωμά του που μας μοιράστηκε, επικεντρώνεται στη νομοτεχνική αρτιότητα των συμβάσεων και επιχειρεί να οχυρωθεί πίσω από αυτές. Εδώ το ζήτημά μας δεν είναι η νομοτεχνική αρτιότητα, η οποία στο κάτω- κάτω της γραφής έχει φτιαχτεί από εξαίρετους νομικούς, και δικούς μας και ξένους, αλλά είναι τι κρύβεται από πίσω.
Και αυτό που καλούμαστε να διαλευκάνουμε είναι να βρούμε τους δρόμους του πιθανού «μαύρου» πολιτικού χρήματος και της μίζας.
Όλοι ξέρουμε -αν δεν το ξέρει κανένας, πραγματικά θα εκπλαγώ σε σχέση και με τις ηλικίες μας, δηλαδή όσοι είμαστε από δεκαοκτώ χρονών και πάνω, αυτό πρέπει να το γνωρίζουμε- ότι μίζα με απόδειξη δεν δίνεται. Δεν δίνεται. Άρα, θα πρέπει σ’ αυτή τη διαδικασία να εμπλακείς. Εδώ, λοιπόν, «μπάζει».
Να προσθέσω και κάτι άλλο.
Σε μια απ’ αυτές τις υποθέσεις –νομίζω ότι ο κ. Δαβάκης το ξέρει καλά, όπως και ο κ. Δένδιας το ξέρει καλά- ακριβώς την ίδια ποσότητα του οπλικού συστήματος, έναν χρόνο πριν, είχε αγοράσει η Φινλανδία με ακριβώς το 50% του κόστους. Ακριβώς έναν χρόνο πριν. Πόσο, λοιπόν, αυξήθηκε αυτό το –επιτρέψτε μου την έκφραση- ρημάδι; Άρα, εκεί που μπαίνουν ερωτήσεις πρέπει να βγουν και ορισμένα αναγκαία συμπεράσματα. Με συγχωρείτε, σαφώς -και δεν έχει προσωπικό τόνο, κύριε Θεοδωράκη- πρέπει να αλλάξουμε ορισμένα πράγματα.
Πρώτον, όσον αφορά στη λειτουργία της Επιτροπής των Εξοπλιστικών της Βουλής, είναι πολύ σημαντικό να αλλάξει και να πάρει και ένα επίπεδο απορρήτου, αλλά και ένα επίπεδο γνώσης. Είναι ένα από τα βασικά ζητήματα.
Δεύτερον, τώρα που έχουμε την εθνική αμυντική βιομηχανική στρατηγική -και είναι ωραίο που ακούμε όλοι ότι πρέπει να βοηθήσουμε την αμυντική μας βιομηχανία- θα πρέπει να συγκροτήσουμε το Συμβούλιο της Εθνικής Αμυντικής Βιομηχανίας και Τεχνολογίας, με καθηγητές πανεπιστημίου, με επιτελείς, να δούμε και τον τρόπο που μπορούν να συμμετέχουν όλες οι πολιτικές δυνάμεις. Πρέπει να λύσουμε, δηλαδή, τέτοια ζητήματα.
Στόχος μας είναι να έχουμε ένα δεκαπενταετές πρόγραμμα και ένα τριετές πολύ συγκεκριμένο πρόγραμμα. Προβλέπεται στον νόμο. Στόχος μας είναι να αλλάξουμε τον νόμο περί προμηθειών, όχι με την έννοια της ανατροπής του, αλλά με την έννοια της βελτίωσής του. Άρα, με αυτή τη λογική πρέπει να πάμε.
Πρέπει, συγχρόνως, να επιμένουμε σε συμβάσεις, όπου στοχεύσουμε για εξοπλισμούς και όχι να αγοράσουμε εξοπλισμούς για τη μίζα -το είπατε κι εσείς, το λένε κι άλλοι- στις διακρατικές συνεργασίες, δηλαδή στις «G2G», που έχει αποδειχθεί ότι μπορείς να τις ελέγξεις καλύτερα, για να μπαίνεις σ’ αυτή τη διαδικασία πιο εύκολα.
Και στόχος μας θα πρέπει να είναι ο εξής: Θα πρέπει να βλέπουμε τον κύκλο των αγορών μας όχι στην τιμή κτήσης αλλά στον κύκλο ζωής. Θα ξαναπώ ότι ένα μαχητικό αεροπλάνο μπορεί να κάνει άλφα χρήματα, όταν το αγοράζεις από το κουτί, αλλά στον κύκλο ζωής του το κόστος του είναι τέσσερα επί άλφα. Είναι, δηλαδή, πολύ πολλαπλάσιο. Αν δεν τα έχεις όλα αυτά, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα.
Άρα, κλείνοντας θέλω να επισημάνω ότι η διαφάνεια που πρέπει να υπάρχει σε όλες τις διαδικασίες απαιτεί αυτές τις αλλαγές και η ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή δεν έχει μόνο τον χαρακτήρα και τον ρόλο που της δίνει ο Κανονισμός της Βουλής, δηλαδή τη συγκεκριμενοποίηση των ευθυνών, αλλά μπορεί να λειτουργήσει και σε ένα άλλο επίπεδο για την κάθαρση του τρόπου που λειτουργεί η Ελληνική Δημοκρατία μέσα από μια διαδικασία θεσμικής θωράκισης, γιατί το ζητούμενό μας δεν είναι μόνο να θεραπεύουμε, αλλά και να προλαμβάνουμε».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου