Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com
Η πόλη της Λάρισας, χάρη στη σπουδαία γεωπολιτική θέση την οποία κατέχει, υπήρξε ανέκαθεν τόπος συγκέντρωσης μεγάλου αριθμού στρατιωτικών δυνάμεων και έδρα ανώτατων διοικητικών σχηματισμών τόσο σε περιόδους ειρήνης, όσο και κατά τη διάρκεια πολεμικών συγκρούσεων.
Επομένως η ανάγκη όπως υποστηριχθούν υγειονομικά όλες αυτές οι τεράστιες στρατιωτικές μονάδες που εδρεύουν εδώ, καθιστούσε υποχρεωτική την παρουσία ενός μεγάλου στρατιωτικού νοσοκομείου στην περιοχή. Στη μακραίωνη ιστορία της, η πόλη μας φιλοξένησε πολλές φορές στρατεύματα φίλια και εχθρικά. Και ενώ ιστορικά υπάρχουν κατά διαστήματα πληροφορίες για υποτυπώδεις παροχές περίθαλψης στις ομάδες του πληθυσμού της περιοχής, για αμιγή στρατιωτικά νοσηλευτήρια δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα.
Στην περίπτωση της Λάρισας, οι πρώτες πληροφορίες για αμιγή στρατιωτικά νοσηλευτήρια ανάγονται στον 19ο αιώνα. Υπάρχουν μαρτυρίες παλιών Λαρισαίων, από τις οποίες προκύπτει ότι στο Αλκαζάρ και συγκεκριμένα στην περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται το κηποθέατρο, λειτουργούσε καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα τουρκικό στρατιωτικό νοσοκομείο, το ονομαζόμενο Χαστανιέ [1].
Από τα πρώτα χρόνια της ενσωμάτωσης της Θεσσαλίας είχε γίνει φανερή η έλλειψη στρατιωτικού νοσηλευτικού ιδρύματος στην περιοχή της και η Λάρισα, έδρα μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων, ήταν ο κατάλληλος χώρος για την ανέγερσή του. Τόσο κατά τις συνοριακές αψιμαχίες του 1886 με τους Τούρκους, όσο και κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1897, συναντούμε μεγάλα κτίρια της Λάρισας να έχουν μετατραπεί προσωρινά σε στρατιωτικά νοσοκομεία ή αναρρωτήρια (Διδασκαλείο, αρχοντικό Κων. Σκαλιώρα, κ.ά.).
Από τις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα είχε αρχίσει η εκπόνηση μελέτης για τη δημιουργία στη Λάρισα ενός μεγάλου και σύγχρονου στρατιωτικού νοσοκομείου [2], το οποίο να καλύπτει τις ανάγκες της Θεσσαλίας, η οποία την περίοδο εκείνη ήταν παραμεθόριος περιοχή, αφού τα σύνορα έφθαναν μέχρι τη Μελούνα. Η κατασκευή του όμως πέρασε από πολλές περιπέτειες. Το 1912 οι εργασίες κατασκευής του νοσοκομείου που μόλις είχαν αρχίσει, διακόπηκαν για δύο περίπου δεκαετίες. Οι βαλκανικοί πόλεμοι, ο Α’ παγκόσμιος πόλεμος, ο εθνικός διχασμός, η παρουσία των συμμαχικών στρατευμάτων της Αντάντ στα γεγονότα του 1917, η εκστρατεία της Μικράς Ασίας και η επακολουθήσασα τραγωδία του 1922, με όλες τις συνέπειές της, υπήρξαν οι κύριες αφορμές της διακοπής της ανέγερσης.
Ελλείψει στρατιωτικού νοσοκομείου, όλο αυτό το χρονικό διάστημα χρησιμοποιείτο άλλοτε μία πτέρυγα του τότε Δημοτικού Νοσοκομείου της πόλης, διάφορα ευρύχωρα κονάκια ή αρχοντικά και άλλοτε το υποτυπώδες στρατιωτικό νοσοκομείο των Τρικάλων.
Μετά το 1930 συνεχίσθηκαν οι εργασίες ανέγερσης του νοσοκομείου, που είχαν διακοπεί για είκοσι περίπου χρόνια. Κατά την περίοδο 1931-1934 στρατιωτικό νοσοκομείο στεγάσθηκε σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις που υπήρχαν εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το Αρχηγείο Τακτικής Αεροπορίας (Α.Τ.Α.).
Το 1934-35 τελείωσαν οι βασικές εργασίες στο υπό ανέγερση νέο οίκημα και το 1936 εγκαινιάσθηκε επίσημα. Ονομάστηκε Β’ Στρατιωτικόν Νοσοκομείον, επειδή λειτουργούσε αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση των υγειονομικών αναγκών του Β΄ Σώματος Στρατού, το οποίο είχε τότε την έδρα του στη Λάρισα και κάλυπτε στρατιωτικά ολόκληρη τη Θεσσαλία, τη Δυτική Μακεδονία και το νομό Φθιώτιδας. Την περίοδο εκείνη θεωρείτο το μεγαλύτερο στρατιωτικό νοσοκομείο όχι μόνον του ελληνικού, αλλά και του ευρύτερου βαλκανικού χώρου. Στους ευρύχωρους και υψηλούς θαλάμους του αναπτύσσονταν με ευκολία 170 κλίνες.
Από το 1940 και μετά το στρατιωτικό νοσοκομείο της Λάρισας ακολουθεί από κοντά τις τύχες της χώρας μας. Με την έναρξη του πολέμου και κατά τις γερμανικές αεροπορικές επιδρομές του Απριλίου του 1941 βομβαρδίστηκε, όπως και όλη η πόλη, χωρίς όμως να υποστεί σοβαρές υλικές ζημιές. Με την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στη Λάρισα το νοσοκομείο επιτάχθηκε και εξυπηρέτησε τις υγειονομικές ανάγκες του κατοχικού στρατού. Οι Γερμανοί όχι μόνον επούλωσαν τις ζημιές από τον προηγηθέντα βομβαρδισμό, αλλά επέφεραν και σημαντικές βελτιώσεις στο κτίριο. Έτσι καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής λειτούργησε σαν γερμανικό στρατιωτικό νοσοκομείο με ανεπτυγμένα πολλά τμήματα.
Το 1944, μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων, το νοσοκομείο περιήλθε και πάλι στην υγειονομική υπηρεσία του στρατού και έπειτα από ορισμένες επισκευές επαναλειτούργησε με την επωνυμία 404 Γενικόν Στρατιωτικόν Νοσοκομείον Λαρίσης.
Αρχιτεκτονικά όλο αυτό το διάστημα των 88 περίπου χρόνων από τη λειτουργία του, το νοσοκομείο δεν άλλαξε την κτιριακή του μορφή σχεδόν καθόλου. Όπως διαπιστώνουμε είναι ένα απέραντο επίμηκες, ισόγειο και σε ορισμένα τμήματα διώροφο στερεό κτίριο, με απλή εξωτερική εμφάνιση, ευρείς θαλάμους νοσηλείας, απέραντους διαδρόμους, και τον κατάλληλο επιστημονικό εξοπλισμό.
Μεταπολεμικά ο μεγάλος χώρος που υπήρχε πίσω από το νοσοκομείο, εκεί όπου στεγάζεται και ο ναός του Αγίου Αντωνίου, παραχωρήθηκε από τις στρατιωτικές αρχές στον Δήμο Λαρισαίων, ο οποίος δημιούργησε μια όαση πρασίνου, ένα δημοτικό πάρκο, για τις ανάγκες των κατοίκων της περιοχής.
[1]. Περισσότερα για το νοσοκομείο αυτό βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Χαστανιέ. Το τουρκικό νοσοκομείο της Λάρισας, «Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα-Α’», Λάρισα (2016) σελ. 17-20.
[2]. «Την εβδομάδα ταύτην περατούται η εν τω ενταύθα γραφείω του Μηχανικού Θεσσαλίας, εκπόνησις του σχεδίου του αναγερθησομένου εν τη πόλει μας Στρατιωτικού Νοσοσκομείου. Τούτο θα ανεγερθή εν τω χώρω όπου ήτο μέχρι τούδε η πυριτιδαποθήκη Αρναούτ, θα στοιχίση περί τας 300.000 δραχμών και θα πληροί δεόντως άπαντας τους όρους ενός τελείου νοσοκομείου», εφ. «Μικρά», φύλλο της 11ης Φεβρουαρίου 1910. Η πυριτιδαποθήκη Αρναούτ βρισκόταν στη συνοικία του Αγίου Αθανασίου.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου