ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ Ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών που επιτάσσει την βαθμολογική εξέλιξη των ΕΜΘ αντίστοιχης με τις Εθελόντριες συναδέλφους τους

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
Ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών που επιτάσσει την βαθμολογική εξέλιξη των Εθελοντών Μακράς Θητείας αντίστοιχης με τις Εθελόντριες συναδέλφους τους.



Το άρθρο 111 παρ. 1 του Συντάγματος διακελεύει:
«Κάθε διάταξη νόμου ή διοικητική πράξη με κανονιστικό χαρακτήρα που είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα καταργείται από την έναρξη της ισχύος της.»

Το άρθρο 120 παρ. 2 του Συντάγματος διακελεύει:
«Ο σεβασμός στο Σύνταγμα και τους Νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων».

Το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος διακελεύει:
«Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου».

Το άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος διακελεύει:
«Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις».

Με την άνω διάταξη, η οποία είναι δεσμευτική για τους εφαρμοστές του δικαίου τους οποίους υποχρεώνει κατά την ρύθμιση ουσιωδών ομοίων πραγμάτων σχέσεως ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων να μην προβαίνουν σε διακρίσεις, αλλά να τις αντιμετωπίζουν κατά τρόπο ισόνομο (Άρειος Πάγος Ολομέλεια 15/97, Στε 870/95, 5645/96), παράλληλα δε επιβάλλει στα διοικητικά όργανα να ασκούν τις αρμοδιότητες τους σύμφωνα με το αίσθημα δικαίου που επικρατεί, ώστε κατά την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων να αποφεύγονται οι ανεπιεικείς και απλώς δογματικές ερμηνευτικές εκδοχές και να επιδιώκεται η προσαρμογή των κανόνων δικαίου προς τις
επικρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και απαιτήσεις και την αρχή της ισότητας.
Με το Νόμο 3986/8-12-2010 «Εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης – εναρμόνιση της κείμενης νομοθεσίας με την οδηγία 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 5ης Ιουλίου 2006 και άλλες συναφείς διατάξεις», διακελεύεται η εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, συμπεριλαμβανόμενης της επαγγελματικής εξέλιξης και της επαγγελματικής κατάρτισης.
Η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του ανθρώπου το 1948 διακηρύσσει την ισότητα των δικαιωμάτων ανδρών και γυναικών.
Με την αριθμ. 100 Διεθνή Σύμβαση Εργασίας το 1951 «Περί της ισότητας αμοιβής μεταξύ αρρένων και θηλέων εργαζόμενων δι’ εργασίαν ίσης αξίας» κατοχυρώνεται η αρχή της ίσης αμοιβής για εργασία ίσης αξίας.
Στην ιδρυτική Συνθήκη της Ρώμης το 1957 καθιερώνεται η αρχή της παροχής ίσης αμοιβής για ίσης αξίας εργασία.
Με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1999 η ισότητα ανδρών και γυναικών θεσπίζεται πλέον ως θεμελιώδης αρχή του Κοινοτικού Δικαίου και κηρύσσεται ρητά ως «καθήκον και στόχος» της Κοινότητας.
Ένας μεγάλος αριθμός Κοινοτικών Οδηγιών, σε συνδυασμό με τη Νομολογία διακοσίων (200) περίπου αποφάσεων του ΔΕΚ, συνιστούν το εδραιωμένο κοινοτικό κεκτημένο για την ισότητα των φύλων στην απασχόληση:

* Οδηγία 75/117/ΕΟΚ για την εφαρμογή της αρχής της ίσης αμοιβής για άνδρες και γυναίκες.
* Οδηγία 76/207/ΕΟΚ για την υλοποίηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών όσον αφορά στην πρόσβαση στην απασχόληση, στην επαγγελματική επιμόρφωση και προαγωγή, καθώς και στις συνθήκες εργασίας.
* Οδηγία 2002/73/ΕΚ για την εφαρμογή της ίσης μεταχείρισης και την απαγόρευση άμεσης και έμμεσης διάκρισης στους εργαζόμενους του Δημόσιου Τομέα.
* Οδηγία 79/7 ΕΟΚ για την προοδευτική υλοποίηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης.
* Οδηγία 86/378/ΕΟΚ για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, όπως τροποποιήθηκε από την Οδηγία 96/97/ΕΚ.
* Οδηγία 2006/54/ΕΚ για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης.
* Οδηγία 79/6/ ΕΟΚ
* Οδηγία 92/85/ ΕΟΚ
* Οδηγία 86/378/ ΕΟΚ
* Οδηγία 2000/43/ ΕΟΚ
* Οδηγία 2000/78/ ΕΟΚ
* Οδηγία 2002/79 / ΕΟΚ

Στο άρθρο 23 ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο οποίος υπογράφηκε στη Νίκαια στις 7/12/2000 αναγνωρίζει την ισότητα ανδρών και γυναικών ως θεμελιώδη αρχή.
Η αρχή της ισότητας των φύλων εμπεδώνεται από τη συνθήκη της Λισσαβόνας. Το άρθρο 8 συγκεκριμένα της συνθήκης για τη λειτουργία της Ε.Ε. δηώνει ότι σε όλες τις δράσεις της η ένωση επιδιώκει να εξαλειφτούν οι ανισότητες και να προαχθεί η ισότητα ανδρών και γυναικών.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην υπόθεση «Kalanke» (C-450/93) αποφάνθηκε ότι ένας νόμος ο οποίος χορηγεί προτεραιότητα στις γυναίκες ως προς τις προαγωγές συνεπάγεται διάκριση φύλου απαγορευόμενη από την οδηγία 207 του 1976.
Στην παράγραφο 1 άρθρου 107 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ που κυρώθηκε με το Νόμο 3528/2007 προστέθηκε περίπτωση κδ ως εξής:
Απαγορεύεται«Η παραβίαση της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης
σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία που ενσωμάτωσε την οδηγία 2006/54/ΕΚ στην Ελληνική έννομη τάξη».
Από τα άρθρα 2 παρ.1 , 4 παρ.1 ,22 παρ.1 και 25 παρ.1 του Συντάγματος προκύπτει ότι δεν επιτρέπεται διαφορετική μεταχείριση εργαζομένων που παρέχουν στον ίδιο εργοδότη ίδια εργασία ( Α.Π. 1666/2001, Α.Π. 635/1993, Α.Π.211/1992) . Η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν απαγορεύει μόνο την άνιση μεταχείριση μεμονωμένων εργαζομένων, αλλά και την άνιση μεταχείριση κατηγοριών εργαζομένων.
Σύμφωνα με την απόφαση του ΕΔΔΑ Holy Monasteries vs. Greece της 9/12/1994 , η ισχύς και μόνο νόμου που προβλέπει αντίθετες προς τις εγγυήσεις του υπερκείμενου δικαίου πράξεις, αποτελεί, αυτή καθ’ εαυτήν, προσβολή των συγκεκριμένων δικαιωμάτων.
Το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ απαγορεύει μια σειρά διακρίσεων σε κάθε πεδίο. Η άνω αρχή της μη διακριτικής μεταχείρισης αποτελεί έναν από τους θεμελιώδεις κανόνες που είναι κατοχυρωμένοι σε πολλά διεθνή κείμενα και απορρέει από την ανάγκη για τη διασφάλιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Το 12ο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ στην παρ,2 του άρθρου 1 διακελεύει : « Κανένας δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διακριτικής μεταχείρισης εκ μέρους δημόσιας αρχής , οποιαδήποτε και αν είναι αυτή».
Το άρθρο 21 και 22 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαγορεύουν οποιαδήποτε διάκριση βασιζόμενη στο φύλο και κατοχυρώνουν το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε όλους τους τομείς.
Η ισότητα ανδρών και γυναικών αποτελεί θεμελιώδη αρχή σύμφωνα με το άρθρο 2 και άρθρο 3 παρ.2 της Συνθήκης και την νομολογία των Δικαστηρίων.
Το άρθρο 141 παρ.1 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσηςπαρέχει ειδική νομική βάση για την λήψη κοινοτικών μέτρων που εξασφαλίζουν την αρχή των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης σε θέματα απασχόλησης και εργασίας.
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ,απαγορευμένη διάκριση σημαίνει τη διαφορετική μεταχείριση, χωρίς λογική και αντικειμενική αιτιολογία, ατόμων που βρίσκονται
σε σχετικά παρόμοια κατάσταση. Η διακριτική μεταχείριση μπορεί να κριθεί ,κατ’ εξαίρεση επιτρεπτή ως μη αντίθετη στην αρχή της ίσης μεταχείρισης μόνο εάν διαπιστωθεί ότι είναι επαρκώς αιτιολογημένη ,δηλαδή τείνει στην εξυπηρέτηση ενός νόμιμου σκοπού με τον οποίο συνδέεται αιτιολογικά και να είναι αναγκαία και ανάλογη για την εξυπηρέτησης του επιδιωκόμενου σκοπού

Γιώργος Εμμανουηλίδης
Share on Google Plus

About Newsroom

Δημοσιογράφος Αρκαδίας με πολυετή εμπειρία στο χώρο των ΜΜΕ. Είναι Υπεύθυνη Δημοσίων σχέσεων σε γνωστά πρόσωπα και επιχειρήσεις στην Ελλάδα.Έχει κάνει μετεκπαιδευση στο Λονδίνο.Καθηγήτρια Δημοσιογραφίας.Μέλος Κιβωτού Ολιστικής Παιδείας Ενόπλων Δυνάμεων, μέλος Συλλόγου Εφέδρων Πελοποννήσου- Μέλος Δημοσιογραφικών Ενώσεων. Διευθύντρια Δημοσίων σχέσεων UNESCO Πειραιώς και Νήσων και της International Action Art, Παρουσιάστρια τηλεοπτικής εκπομπής ¨Μαζί στην Πρώτη Γραμμή. Μεταπτυχιακό στην Διαδικτυακή Δημοσιογραφία

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση των άρθρων χωρίς την έγκριση της ιδιοκτήτριας .
Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.
Η μη αναφορά στην πηγή διώκεται ποινικά