του Αντγου ε.α Λάμπρου Τζούμη
Έλλειμμα εθνικής στρατηγικής και «Τουρκική Ένωση Θράκης»
Το ζήτημα της μουσουλμανικής μειονότητας της Δ. Θράκης είναι ένα πολύ ευαίσθητο εθνικό θέμα, σε μια γεωγραφική περιοχή της χώρας μας με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τεράστια γεωπολιτική σημασία. Η διαβίωση μιας συμπαγούς μουσουλμανικής πληθυσμιακής ομάδας, που ένα μέρος της διαπνέεται από εθνική τουρκική συνείδηση, σε μια περιοχή η οποία υπάρχει πιθανότητα να αποτελέσει μελλοντικό θέατρο επιχειρήσεων σε ενδεχόμενη σύρραξη με την Τουρκία, στην οποία σταθμεύει πολύ μεγάλος αριθμός στρατιωτικών μονάδων, δημιουργεί εύλογες ανησυχίες σχετικά με τη στάση της μειονότητας και τα προβλήματα που θα μπορούσε να δημιουργήσει. Σε μια χρονική περίοδο όπου εκδηλώνονται όλο και περισσότερο αυτονομιστικές και αποσχιστικές τάσεις, η μουσουλμανική μειονότητα δημιουργεί την ανάγκη ιδιαίτερων χειρισμών από την ελληνική πολιτεία. Με αφορμή το θέμα των τελευταίων ημερών σχετικά με την τροπολογία του υπουργείου Δικαιοσύνης, με την οποία θα αναγνωριζόταν από τις ελληνικές αρχές η «Τουρκική Ένωση Ξάνθης», θα αναφερθούν στη συνέχεια όσο πιο περιληπτικά γίνεται οι παραλείψεις και τα βασικά σημεία της ελληνικής πολιτικής, σχετικά με το ευαίσθητο αυτό εθνικό θέμα. Η υπόψη τροπολογία, που ως γνωστόν αποσύρθηκε κάτω από τις αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν από το σύνολο των κομμάτων της αντιπολίτευσης, παρέκαμπτε τις δύο αποφάσεις του Αρείου Πάγου, οι οποίες είχαν απορρίψει το δικαίωμα χρήσης του όρου «τουρκική» και εναρμονιζόταν με απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία δικαίωνε μειονοτικούς συλλόγους της Θράκης, που είχαν προσφύγει σ΄ αυτό. Η ρύθμιση αυτή θα έδινε το δικαίωμα για τη νομική αναγνώριση όλων των παράνομων μέχρι σήμερα μειονοτικών συλλόγων της Θράκης, οι οποίοι θα μπορούσαν πλέον να χρησιμοποιούν τον ορό «τουρκικός». Στο καταστατικό της «Τουρκικής» Ένωσης Ξάνθης αναφέρεται ότι σκοπός των μελών της είναι «η διάδοση των πνευματικών, κοινωνικών και θρησκευτικών μεταρρυθμίσεων, των προελθουσών εκ της τουρκικής μεταπολιτεύσεως». Είναι προφανές, ότι ο σκοπός που εξυπηρετείται από την ανάπτυξη δράσεων της ένωσης αλλά και παρόμοιων συλλόγων, είναι η προώθηση των συμφερόντων της νεοθωμανικής Τουρκίας.
«Σκοπός μας είναι η Δυτική Θράκη να παραμείνει στα τουρκικά χέρια σαν ενιαίο σύνολο και σε κατάλληλο χρόνο και ευκαιρία να ενωθεί με την Μητέρα Πατρίδα. Εμείς δεν μπορούμε να δεχθούμε την απαλλοτρίωση του τουρκικού αυτού τμήματος. Οι δυτικοθρακιώτες αδελφοί μας, σε πρώτο βήμα, πρέπει να αγωνιστούν για να κερδίσουν την ανεξαρτησία και αυτονομία της Δυτικής Θράκης». Διακήρυξη του Μουσταφά Κεμάλ, που περιλαμβάνεται στον εθνικό όρκο του 1920.
Με την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης το 1923, συμφωνήθηκε η ανταλλαγή του ελληνορθόδοξου πληθυσμού της Τουρκίας, με το μουσουλμανικό πληθυσμό της Ελλάδας. Εξαίρεση αποτέλεσαν, ο ελληνικός πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης, Ίμβρου, Τενέδου και ο μουσουλμανικός της Δ. Θράκης, οι οποίοι παρέμειναν στα εδάφη στα οποία ζούσαν. Από τότε και μετά, η Ελλάδα ακολούθησε μια επαμφοτερίζουσα πολιτική απέναντι στη μουσουλμανική μειονότητα. Το 1930 ο Ε. Βενιζέλος στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης φιλίας μεταξύ των δυο κρατών, υιοθέτησε μια αμφιλεγόμενη θέση και πρότεινε για νόμπελ ειρήνης το Μουσταφά Κεμάλ. Προχώρησε επίσης σε δύο συμφωνίες με την Τουρκία, οι οποίες αποτέλεσαν καθοριστικό παράγοντα στις μετέπειτα εξελίξεις στο θέμα της μειονότητας και στη διευκόλυνση της πολιτικής διείσδυσης της Τουρκίας στην περιοχή. Ήταν η απέλαση των «παλαιομουσουλμάνων» από τη Θράκη και η ίδρυση του τουρκικού προξενείου Κομοτηνής. Την υπόψη χρονική περίοδο, μεγάλο μέρος της μουσουλμανικής μειονότητας, ήταν προσκολλημένη στις αρχές του Ισλάμ, αντίθετη με την πολιτική του κεμαλικού νεωτερισμού της Τουρκίας και χαρακτηριζόταν ως «παλαιομουσουλμανική» μειονότητα. Η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη το θετικό κλίμα που είχε διαμορφώσει η διακήρυξη και η εφαρμογή της ελληνοτουρκικής φιλίας, από τους Βενιζέλο και Μουσταφά Κεμάλ, κατήγγειλε την παρουσία αντικεμαλικών μουσουλμάνων στη Θράκη, ως αποσταθεροποιητικό παράγοντα των καλών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών και ζήτησε την απέλαση 150 ηγετικών στελεχών των «παλαιομουσουλμάνων». Η κυβέρνηση Βενιζέλου συναίνεσε σ΄ αυτό, παραβλέποντας την παρέμβαση της Άγκυρας στα εσωτερικά της Ελλάδας και απομάκρυνε τα άτομα τα οποία υποδείχτηκαν από τον Τούρκο πρόξενο στην Κομοτηνή. Η απόφαση αυτή, έδωσε τη δυνατότητα στους κεμαλικούς να αυξήσουν την επιρροή τους, οι οποίοι στη συνέχεια αποτέλεσαν το σκληρό πυρήνα που συνέβαλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση εθνικής τουρκικής συνείδησης στους κόλπους της μειονότητας, παράλληλα με την ίδρυση του τουρκικού προξενείου στην Κομοτηνή. Μέχρι τότε στη Θράκη λειτουργούσε απλό διπλωματικό γραφείο, υπό την εποπτεία του τουρκικού προξενείου στη Θεσσαλονίκη. Με την εγκατάστασή του, η Τουρκία ανέλαβε το ρόλο της Μητέρας Πατρίδας για τους μουσουλμάνους της περιοχής. Το προξενείο επιδίωξε από την ίδρυσή του να υποκαταστήσει την ελληνική διοίκηση και να λειτουργήσει ως παράλληλο κράτος και κύριο όργανο ανθελληνικής δραστηριότητας. Μέσω παρεμβάσεων, καθοδηγήσεων, εκφοβισμών και χρηματικών προσφορών επιδιώκει τον έλεγχο και επηρεασμό της μειονότητας σε ζητήματα θρησκευτικά, εκπαιδευτικά, εκλογής υποψηφίων, ανάπτυξης ανθελληνικών δραστηριοτήτων, κ.λπ. Κύρια επιδίωξη είναι να εμφυσήσει ενιαία εθνική συνείδηση στις τρεις κύριες πληθυσμιακές ομάδες του μουσουλμανικού κόσμου της Θράκης («Τουρκογενείς», Πομάκους, Αθίγγανους), με απώτερο σκοπό τον εκτουρκισμό της μειονότητας.
Η επιβολή του κεφαλικού φόρου από τις τουρκικές αρχές στους Έλληνες της Πόλης το 1943, η υποχρεωτική στρατολόγηση σε λόχους καταναγκαστικής εργασίας όλων των ανδρών από 18 έως 40 ετών, αλλά κυρίως τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου 1955 και το οργανωμένο πογκρόμ κατά του ελληνισμού, οδήγησαν στην εξαφάνιση της ελληνικής μειονότητας της Πόλης. Τα παραπάνω αλλά και το Κυπριακό, αποτέλεσαν αιτία εφαρμογής κάποιων μέτρων διοικητικού χαρακτήρα (απαγορεύσεις αδειών ανέγερσης κατοικιών, κυνηγίου, κ.λπ), εις βάρος της μουσουλμανικής μειονότητας στο πλαίσιο της αμοιβαιότητας προς την τουρκική πολιτική. Λόγω όμως του αποσπασματικού χαρακτήρα αυτών και της ασυνέπειας της πολιτικής που εφαρμόσθηκε, κυρίως κατά τη διάρκεια προεκλογικών περιόδων για λόγους μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων, δεν απέδωσαν ποτέ τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Οι μουσουλμάνοι λόγω της γκετοποίησης αποτελούσαν εύκολο στόχο για την τουρκική προπαγάνδα και ήταν ευεπίφοροι στα κελεύσματα της Τουρκίας. Η Ελληνική πολιτεία δεν ακολούθησε ποτέ την οδό μιας αυστηρής ερμηνευτικής νομικής επιχειρηματολογίας της συνθήκης της Λωζάννης και δεν κατέστησε σαφές ότι το καθεστώς των Ελλήνων στην Τουρκία ήταν συμβατικά συνδεδεμένο με το αντίστοιχο της μειονότητας της Δ. Θράκης. H ελληνική πλευρά θα έπρεπε με συγκεκριμένες ενέργειες να φροντίσει για την προστασία των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου ή να «διευθετήσει» το θέμα των μουσουλμάνων της Δ. Θράκης κατά παρόμοιο τρόπο με αυτόν της Τουρκίας απέναντι στους Έλληνες της Πόλης. Άρθρον 45 Συνθήκη Λωζάννης: «Τα αναγνωρισθέντα δια των διατάξεων του παρόντος Τμήματος δικαιώματα εις τας εν Τουρκία μη μουσουλμανικάς μειονότητας, αναγνωρίζονται επίσης υπό της Ελλάδος εις τας εν τω εδάφει αυτής ευρισκομένας μουσουλμανικάς μειονότητας».
Το 1951 και το 1968 υπεγράφησαν μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας συμφωνίες και μορφωτικά πρωτόκολλα, τα οποία διέπουν ακόμα και σήμερα σε μεγάλο βαθμό το καθεστώς λειτουργίας των μειονοτικών σχολείων. Η υιοθέτηση από την Ελλάδα των μέτρων που πρότεινε η Τουρκία για την εκπαίδευση στα μειονοτικά σχολεία, απετέλεσαν τα θεμέλια της σταδιακής πορείας της μειονότητας προς τον εκτουρκισμό. Με αυτά επιβλήθηκε η τουρκική γλώσσα στην εκπαίδευση των μουσουλμάνων της ελληνικής Θράκης, αφού αναγνωρίστηκε ως μοναδική μειονοτική γλώσσα. Οι ελληνοτουρκικές συμφωνίες και τα μορφωτικά πρωτόκολλα βασίζονται στην αρχή της αμοιβαιότητας. Όμως, η Τουρκία, στο πλαίσιο της μεθοδικής και διαχρονικής στρατηγικής αθέτησης όλων των υποχρεώσεων που ανέλαβε από την Συνθήκη της Λωζάννης, οδήγησε την ελληνική παιδεία στην Κωνσταντινούπολη, Ίμβρο και Τένεδο σε πρωτοφανή συρρίκνωση, ενώ αρνείται πεισματικά την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, με αστείες δικαιολογίες.
Σοβαρές παραλείψεις επίσης παρατηρούνται στην πολιτική που εφάρμοσαν οι ελληνικές κυβερνήσεις έναντι των Πομάκων, λόγω της ασυνέπειας και των αντικρουόμενων σχεδίων δράσης που αναπτύχθηκαν. Η πληθυσμιακή αυτή ομάδα, εξισλαμισμένο φύλο προερχόμενο από τους αρχαίους Αγριάνες, ανέρχεται στο 36% περίπου της μειονότητας. Ένα στοιχείο, που διαφοροποιεί τους Πομάκους από τις άλλες δύο ομάδες της μειονότητας, είναι η γλώσσα. Συγκεκριμένα, μιλούν ένα ιδίωμα σλάβο-βουλγαρικό, που έχει αρκετά στοιχεία απ΄ τα τουρκικά, τα ελληνικά καθώς και τα αραβικά. Άλλο χαρακτηριστικό τους είναι ότι παραμένουν απομονωμένοι σε ορεινές περιοχές και δεν έρχονται σε επιμειξία με τα άλλα φύλα της περιοχής, είτε χριστιανικά, είτε μουσουλμανικά. Το αποτέλεσμα αυτής της καταστάσεως απομονωτισμού, είναι η διατήρηση της φυλετικής τους καθαρότητας, με ξεχωριστά ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά. Οι Πομάκοι υπήρξαν κυρίως θύμα των ισχυόντων γεωστρατηγικών δογμάτων και των σχέσεων ανάμεσα στα κράτη της περιοχής. Κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου με την ένταξη Ελλάδας και Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, θεωρήθηκε ότι τα συμφέροντα της συμμαχίας προάγονται με τη γλωσσική και πολιτισμική ομογενοποίηση της μειονότητας και την ταύτισή της με την Τουρκία. Οι Πομάκοι λόγω του βουλγαρικού ιδιώματος που εμπεριέχεται στη γλώσσα τους, θεωρήθηκαν ως υποψήφιοι για ενσωμάτωση στην κρατική οντότητα της Βουλγαρίας και έγινε συνειδητή προσπάθεια να εκτουρκισθούν. Με την όξυνση όμως των σχέσεων ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία η χώρα μας αλλάζει την πολιτική της και προτιμούσε τους Πομάκους Βούλγαρους παρά Τούρκους. Προσπάθειες που έγιναν με καλή πρόθεση για τη διατήρηση της πολιτιστικής μνήμης και των παραδόσεων των Πομάκων, με συχνές αναφορές στην προβολή της χριστιανικής τους προέλευσης, κινήθηκαν σε λανθασμένη κατεύθυνση, καθόσον απομάκρυναν τη θρησκόληπτη μάζα, η οποία είναι προσηλωμένη στο Ισλάμ. Λανθασμένες ενέργειες και επιβολή ελέγχων άδειας κυκλοφορίας από την πόλη της Ξάνθης προς τα πομακοχώρια που καταργήθηκαν τη δεκαετία του ΄80, συνέτειναν στην απομόνωση των Πομάκων και στον προσεταιρισμό τους από τον τουρκικό παράγοντα. Μετά το 1995 έχει ξεκινήσει μια προσπάθεια βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης της μειονότητας και κυρίως των Πομάκων που κατοικούν σε απομονωμένα χωριά, η οποία εντάσσεται στο «πρόγραμμα κοινωνικής προσφοράς των Ενόπλων Δυνάμεων». Στο πλαίσιο αυτό, έχουν διανοιγεί εκατοντάδες χλμ. ορεινών οδών, που παράλληλα με τις στρατιωτικές ανάγκες, εξυπηρετούν και τους μουσουλμάνους κατοίκους ορεινών χωριών. Επίσης πραγματοποιούνται επισκέψεις στρατιωτικών ιατρών σε μουσουλμανικά χωριά, για την παροχή πρωτοβάθμιας υγειονομικής περίθαλψης στους κατοίκους και στους μαθητές. Ενδιαφέρον στοιχείο αυτής της προσπάθειας, ήταν η δημιουργία ενός λεξικού της πομακικής γλώσσας, που συντάχθηκε με τη συνδρομή του Στρατού από Πομάκους που υπηρετούσαν τη θητεία τους. Είναι όμως κατανοητό ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις με τις δράσεις που αναπτύσσουν σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να αναπληρώσουν την έλλειψη χρόνιας στρατηγικής της πολιτείας στο κομμάτι αυτό της μειονότητας.
Οι παραλείψεις και τα λάθη από ελληνικής πλευράς, δεν περιορίζονται σε όσα προαναφέρθηκαν, καθόσον έλλειψη στρατηγικής παρατηρείται και σε άλλα θέματα όπως στην αντιμετώπιση της διείσδυσης οικονομικών τουρκικών παραγόντων, αλλά και της πολιτικής χειραγώγησης από την Τουρκία της μουσουλμανικής μειονότητας και μετατροπής της σε εργαλείο εξωτερικής πολιτικής για πρόκληση εσωτερικής αναστάτωσης στο εσωτερικό της Ελλάδας. Η Τουρκία ανέκαθεν εκμεταλλεύτηκε τη διεθνή συγκυρία όσο και την κατευναστική ελληνική πολιτική, με αποτέλεσμα ένα έρος της μουσουλμανικής μειονότητα να μετατραπεί σε δούρειο ίππο προώθησης του αναθεωρητισμού της Άγκυρας. Η χώρα μας πρέπει αφενός να καθορίσει μακροπρόθεσμη εθνική στρατηγική για τη Θράκη, με αυστηρή προσέγγιση σε όσους αμφισβητούν την εδαφική ακεραιότητα και την εθνική κυριαρχία (π.χ. χρησιμοποίηση συμβόλων αυτονόμησης σε εκδηλώσεις, ανθελληνική προπαγάνδα, κ.λπ) και αφετέρου απαιτείται ουσιαστική παρουσία της ελληνικής πολιτείας για αντιμετώπιση της υπανάπτυξης, της απομόνωσης, του θρησκευτικού φανατισμού και την προστασία των μειονοτικών δικαιωμάτων, όπως συμβαίνει για όλους τους Έλληνες πολίτες.
Το ζήτημα της μουσουλμανικής μειονότητας της Δ. Θράκης είναι ένα πολύ ευαίσθητο εθνικό θέμα, σε μια γεωγραφική περιοχή της χώρας μας με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τεράστια γεωπολιτική σημασία. Η διαβίωση μιας συμπαγούς μουσουλμανικής πληθυσμιακής ομάδας, που ένα μέρος της διαπνέεται από εθνική τουρκική συνείδηση, σε μια περιοχή η οποία υπάρχει πιθανότητα να αποτελέσει μελλοντικό θέατρο επιχειρήσεων σε ενδεχόμενη σύρραξη με την Τουρκία, στην οποία σταθμεύει πολύ μεγάλος αριθμός στρατιωτικών μονάδων, δημιουργεί εύλογες ανησυχίες σχετικά με τη στάση της μειονότητας και τα προβλήματα που θα μπορούσε να δημιουργήσει. Σε μια χρονική περίοδο όπου εκδηλώνονται όλο και περισσότερο αυτονομιστικές και αποσχιστικές τάσεις, η μουσουλμανική μειονότητα δημιουργεί την ανάγκη ιδιαίτερων χειρισμών από την ελληνική πολιτεία. Με αφορμή το θέμα των τελευταίων ημερών σχετικά με την τροπολογία του υπουργείου Δικαιοσύνης, με την οποία θα αναγνωριζόταν από τις ελληνικές αρχές η «Τουρκική Ένωση Ξάνθης», θα αναφερθούν στη συνέχεια όσο πιο περιληπτικά γίνεται οι παραλείψεις και τα βασικά σημεία της ελληνικής πολιτικής, σχετικά με το ευαίσθητο αυτό εθνικό θέμα. Η υπόψη τροπολογία, που ως γνωστόν αποσύρθηκε κάτω από τις αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν από το σύνολο των κομμάτων της αντιπολίτευσης, παρέκαμπτε τις δύο αποφάσεις του Αρείου Πάγου, οι οποίες είχαν απορρίψει το δικαίωμα χρήσης του όρου «τουρκική» και εναρμονιζόταν με απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία δικαίωνε μειονοτικούς συλλόγους της Θράκης, που είχαν προσφύγει σ΄ αυτό. Η ρύθμιση αυτή θα έδινε το δικαίωμα για τη νομική αναγνώριση όλων των παράνομων μέχρι σήμερα μειονοτικών συλλόγων της Θράκης, οι οποίοι θα μπορούσαν πλέον να χρησιμοποιούν τον ορό «τουρκικός». Στο καταστατικό της «Τουρκικής» Ένωσης Ξάνθης αναφέρεται ότι σκοπός των μελών της είναι «η διάδοση των πνευματικών, κοινωνικών και θρησκευτικών μεταρρυθμίσεων, των προελθουσών εκ της τουρκικής μεταπολιτεύσεως». Είναι προφανές, ότι ο σκοπός που εξυπηρετείται από την ανάπτυξη δράσεων της ένωσης αλλά και παρόμοιων συλλόγων, είναι η προώθηση των συμφερόντων της νεοθωμανικής Τουρκίας.
«Σκοπός μας είναι η Δυτική Θράκη να παραμείνει στα τουρκικά χέρια σαν ενιαίο σύνολο και σε κατάλληλο χρόνο και ευκαιρία να ενωθεί με την Μητέρα Πατρίδα. Εμείς δεν μπορούμε να δεχθούμε την απαλλοτρίωση του τουρκικού αυτού τμήματος. Οι δυτικοθρακιώτες αδελφοί μας, σε πρώτο βήμα, πρέπει να αγωνιστούν για να κερδίσουν την ανεξαρτησία και αυτονομία της Δυτικής Θράκης». Διακήρυξη του Μουσταφά Κεμάλ, που περιλαμβάνεται στον εθνικό όρκο του 1920.
Με την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης το 1923, συμφωνήθηκε η ανταλλαγή του ελληνορθόδοξου πληθυσμού της Τουρκίας, με το μουσουλμανικό πληθυσμό της Ελλάδας. Εξαίρεση αποτέλεσαν, ο ελληνικός πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης, Ίμβρου, Τενέδου και ο μουσουλμανικός της Δ. Θράκης, οι οποίοι παρέμειναν στα εδάφη στα οποία ζούσαν. Από τότε και μετά, η Ελλάδα ακολούθησε μια επαμφοτερίζουσα πολιτική απέναντι στη μουσουλμανική μειονότητα. Το 1930 ο Ε. Βενιζέλος στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης φιλίας μεταξύ των δυο κρατών, υιοθέτησε μια αμφιλεγόμενη θέση και πρότεινε για νόμπελ ειρήνης το Μουσταφά Κεμάλ. Προχώρησε επίσης σε δύο συμφωνίες με την Τουρκία, οι οποίες αποτέλεσαν καθοριστικό παράγοντα στις μετέπειτα εξελίξεις στο θέμα της μειονότητας και στη διευκόλυνση της πολιτικής διείσδυσης της Τουρκίας στην περιοχή. Ήταν η απέλαση των «παλαιομουσουλμάνων» από τη Θράκη και η ίδρυση του τουρκικού προξενείου Κομοτηνής. Την υπόψη χρονική περίοδο, μεγάλο μέρος της μουσουλμανικής μειονότητας, ήταν προσκολλημένη στις αρχές του Ισλάμ, αντίθετη με την πολιτική του κεμαλικού νεωτερισμού της Τουρκίας και χαρακτηριζόταν ως «παλαιομουσουλμανική» μειονότητα. Η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη το θετικό κλίμα που είχε διαμορφώσει η διακήρυξη και η εφαρμογή της ελληνοτουρκικής φιλίας, από τους Βενιζέλο και Μουσταφά Κεμάλ, κατήγγειλε την παρουσία αντικεμαλικών μουσουλμάνων στη Θράκη, ως αποσταθεροποιητικό παράγοντα των καλών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών και ζήτησε την απέλαση 150 ηγετικών στελεχών των «παλαιομουσουλμάνων». Η κυβέρνηση Βενιζέλου συναίνεσε σ΄ αυτό, παραβλέποντας την παρέμβαση της Άγκυρας στα εσωτερικά της Ελλάδας και απομάκρυνε τα άτομα τα οποία υποδείχτηκαν από τον Τούρκο πρόξενο στην Κομοτηνή. Η απόφαση αυτή, έδωσε τη δυνατότητα στους κεμαλικούς να αυξήσουν την επιρροή τους, οι οποίοι στη συνέχεια αποτέλεσαν το σκληρό πυρήνα που συνέβαλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση εθνικής τουρκικής συνείδησης στους κόλπους της μειονότητας, παράλληλα με την ίδρυση του τουρκικού προξενείου στην Κομοτηνή. Μέχρι τότε στη Θράκη λειτουργούσε απλό διπλωματικό γραφείο, υπό την εποπτεία του τουρκικού προξενείου στη Θεσσαλονίκη. Με την εγκατάστασή του, η Τουρκία ανέλαβε το ρόλο της Μητέρας Πατρίδας για τους μουσουλμάνους της περιοχής. Το προξενείο επιδίωξε από την ίδρυσή του να υποκαταστήσει την ελληνική διοίκηση και να λειτουργήσει ως παράλληλο κράτος και κύριο όργανο ανθελληνικής δραστηριότητας. Μέσω παρεμβάσεων, καθοδηγήσεων, εκφοβισμών και χρηματικών προσφορών επιδιώκει τον έλεγχο και επηρεασμό της μειονότητας σε ζητήματα θρησκευτικά, εκπαιδευτικά, εκλογής υποψηφίων, ανάπτυξης ανθελληνικών δραστηριοτήτων, κ.λπ. Κύρια επιδίωξη είναι να εμφυσήσει ενιαία εθνική συνείδηση στις τρεις κύριες πληθυσμιακές ομάδες του μουσουλμανικού κόσμου της Θράκης («Τουρκογενείς», Πομάκους, Αθίγγανους), με απώτερο σκοπό τον εκτουρκισμό της μειονότητας.
Η επιβολή του κεφαλικού φόρου από τις τουρκικές αρχές στους Έλληνες της Πόλης το 1943, η υποχρεωτική στρατολόγηση σε λόχους καταναγκαστικής εργασίας όλων των ανδρών από 18 έως 40 ετών, αλλά κυρίως τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου 1955 και το οργανωμένο πογκρόμ κατά του ελληνισμού, οδήγησαν στην εξαφάνιση της ελληνικής μειονότητας της Πόλης. Τα παραπάνω αλλά και το Κυπριακό, αποτέλεσαν αιτία εφαρμογής κάποιων μέτρων διοικητικού χαρακτήρα (απαγορεύσεις αδειών ανέγερσης κατοικιών, κυνηγίου, κ.λπ), εις βάρος της μουσουλμανικής μειονότητας στο πλαίσιο της αμοιβαιότητας προς την τουρκική πολιτική. Λόγω όμως του αποσπασματικού χαρακτήρα αυτών και της ασυνέπειας της πολιτικής που εφαρμόσθηκε, κυρίως κατά τη διάρκεια προεκλογικών περιόδων για λόγους μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων, δεν απέδωσαν ποτέ τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Οι μουσουλμάνοι λόγω της γκετοποίησης αποτελούσαν εύκολο στόχο για την τουρκική προπαγάνδα και ήταν ευεπίφοροι στα κελεύσματα της Τουρκίας. Η Ελληνική πολιτεία δεν ακολούθησε ποτέ την οδό μιας αυστηρής ερμηνευτικής νομικής επιχειρηματολογίας της συνθήκης της Λωζάννης και δεν κατέστησε σαφές ότι το καθεστώς των Ελλήνων στην Τουρκία ήταν συμβατικά συνδεδεμένο με το αντίστοιχο της μειονότητας της Δ. Θράκης. H ελληνική πλευρά θα έπρεπε με συγκεκριμένες ενέργειες να φροντίσει για την προστασία των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου ή να «διευθετήσει» το θέμα των μουσουλμάνων της Δ. Θράκης κατά παρόμοιο τρόπο με αυτόν της Τουρκίας απέναντι στους Έλληνες της Πόλης. Άρθρον 45 Συνθήκη Λωζάννης: «Τα αναγνωρισθέντα δια των διατάξεων του παρόντος Τμήματος δικαιώματα εις τας εν Τουρκία μη μουσουλμανικάς μειονότητας, αναγνωρίζονται επίσης υπό της Ελλάδος εις τας εν τω εδάφει αυτής ευρισκομένας μουσουλμανικάς μειονότητας».
Το 1951 και το 1968 υπεγράφησαν μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας συμφωνίες και μορφωτικά πρωτόκολλα, τα οποία διέπουν ακόμα και σήμερα σε μεγάλο βαθμό το καθεστώς λειτουργίας των μειονοτικών σχολείων. Η υιοθέτηση από την Ελλάδα των μέτρων που πρότεινε η Τουρκία για την εκπαίδευση στα μειονοτικά σχολεία, απετέλεσαν τα θεμέλια της σταδιακής πορείας της μειονότητας προς τον εκτουρκισμό. Με αυτά επιβλήθηκε η τουρκική γλώσσα στην εκπαίδευση των μουσουλμάνων της ελληνικής Θράκης, αφού αναγνωρίστηκε ως μοναδική μειονοτική γλώσσα. Οι ελληνοτουρκικές συμφωνίες και τα μορφωτικά πρωτόκολλα βασίζονται στην αρχή της αμοιβαιότητας. Όμως, η Τουρκία, στο πλαίσιο της μεθοδικής και διαχρονικής στρατηγικής αθέτησης όλων των υποχρεώσεων που ανέλαβε από την Συνθήκη της Λωζάννης, οδήγησε την ελληνική παιδεία στην Κωνσταντινούπολη, Ίμβρο και Τένεδο σε πρωτοφανή συρρίκνωση, ενώ αρνείται πεισματικά την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, με αστείες δικαιολογίες.
Σοβαρές παραλείψεις επίσης παρατηρούνται στην πολιτική που εφάρμοσαν οι ελληνικές κυβερνήσεις έναντι των Πομάκων, λόγω της ασυνέπειας και των αντικρουόμενων σχεδίων δράσης που αναπτύχθηκαν. Η πληθυσμιακή αυτή ομάδα, εξισλαμισμένο φύλο προερχόμενο από τους αρχαίους Αγριάνες, ανέρχεται στο 36% περίπου της μειονότητας. Ένα στοιχείο, που διαφοροποιεί τους Πομάκους από τις άλλες δύο ομάδες της μειονότητας, είναι η γλώσσα. Συγκεκριμένα, μιλούν ένα ιδίωμα σλάβο-βουλγαρικό, που έχει αρκετά στοιχεία απ΄ τα τουρκικά, τα ελληνικά καθώς και τα αραβικά. Άλλο χαρακτηριστικό τους είναι ότι παραμένουν απομονωμένοι σε ορεινές περιοχές και δεν έρχονται σε επιμειξία με τα άλλα φύλα της περιοχής, είτε χριστιανικά, είτε μουσουλμανικά. Το αποτέλεσμα αυτής της καταστάσεως απομονωτισμού, είναι η διατήρηση της φυλετικής τους καθαρότητας, με ξεχωριστά ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά. Οι Πομάκοι υπήρξαν κυρίως θύμα των ισχυόντων γεωστρατηγικών δογμάτων και των σχέσεων ανάμεσα στα κράτη της περιοχής. Κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου με την ένταξη Ελλάδας και Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, θεωρήθηκε ότι τα συμφέροντα της συμμαχίας προάγονται με τη γλωσσική και πολιτισμική ομογενοποίηση της μειονότητας και την ταύτισή της με την Τουρκία. Οι Πομάκοι λόγω του βουλγαρικού ιδιώματος που εμπεριέχεται στη γλώσσα τους, θεωρήθηκαν ως υποψήφιοι για ενσωμάτωση στην κρατική οντότητα της Βουλγαρίας και έγινε συνειδητή προσπάθεια να εκτουρκισθούν. Με την όξυνση όμως των σχέσεων ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία η χώρα μας αλλάζει την πολιτική της και προτιμούσε τους Πομάκους Βούλγαρους παρά Τούρκους. Προσπάθειες που έγιναν με καλή πρόθεση για τη διατήρηση της πολιτιστικής μνήμης και των παραδόσεων των Πομάκων, με συχνές αναφορές στην προβολή της χριστιανικής τους προέλευσης, κινήθηκαν σε λανθασμένη κατεύθυνση, καθόσον απομάκρυναν τη θρησκόληπτη μάζα, η οποία είναι προσηλωμένη στο Ισλάμ. Λανθασμένες ενέργειες και επιβολή ελέγχων άδειας κυκλοφορίας από την πόλη της Ξάνθης προς τα πομακοχώρια που καταργήθηκαν τη δεκαετία του ΄80, συνέτειναν στην απομόνωση των Πομάκων και στον προσεταιρισμό τους από τον τουρκικό παράγοντα. Μετά το 1995 έχει ξεκινήσει μια προσπάθεια βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης της μειονότητας και κυρίως των Πομάκων που κατοικούν σε απομονωμένα χωριά, η οποία εντάσσεται στο «πρόγραμμα κοινωνικής προσφοράς των Ενόπλων Δυνάμεων». Στο πλαίσιο αυτό, έχουν διανοιγεί εκατοντάδες χλμ. ορεινών οδών, που παράλληλα με τις στρατιωτικές ανάγκες, εξυπηρετούν και τους μουσουλμάνους κατοίκους ορεινών χωριών. Επίσης πραγματοποιούνται επισκέψεις στρατιωτικών ιατρών σε μουσουλμανικά χωριά, για την παροχή πρωτοβάθμιας υγειονομικής περίθαλψης στους κατοίκους και στους μαθητές. Ενδιαφέρον στοιχείο αυτής της προσπάθειας, ήταν η δημιουργία ενός λεξικού της πομακικής γλώσσας, που συντάχθηκε με τη συνδρομή του Στρατού από Πομάκους που υπηρετούσαν τη θητεία τους. Είναι όμως κατανοητό ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις με τις δράσεις που αναπτύσσουν σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να αναπληρώσουν την έλλειψη χρόνιας στρατηγικής της πολιτείας στο κομμάτι αυτό της μειονότητας.
Οι παραλείψεις και τα λάθη από ελληνικής πλευράς, δεν περιορίζονται σε όσα προαναφέρθηκαν, καθόσον έλλειψη στρατηγικής παρατηρείται και σε άλλα θέματα όπως στην αντιμετώπιση της διείσδυσης οικονομικών τουρκικών παραγόντων, αλλά και της πολιτικής χειραγώγησης από την Τουρκία της μουσουλμανικής μειονότητας και μετατροπής της σε εργαλείο εξωτερικής πολιτικής για πρόκληση εσωτερικής αναστάτωσης στο εσωτερικό της Ελλάδας. Η Τουρκία ανέκαθεν εκμεταλλεύτηκε τη διεθνή συγκυρία όσο και την κατευναστική ελληνική πολιτική, με αποτέλεσμα ένα έρος της μουσουλμανικής μειονότητα να μετατραπεί σε δούρειο ίππο προώθησης του αναθεωρητισμού της Άγκυρας. Η χώρα μας πρέπει αφενός να καθορίσει μακροπρόθεσμη εθνική στρατηγική για τη Θράκη, με αυστηρή προσέγγιση σε όσους αμφισβητούν την εδαφική ακεραιότητα και την εθνική κυριαρχία (π.χ. χρησιμοποίηση συμβόλων αυτονόμησης σε εκδηλώσεις, ανθελληνική προπαγάνδα, κ.λπ) και αφετέρου απαιτείται ουσιαστική παρουσία της ελληνικής πολιτείας για αντιμετώπιση της υπανάπτυξης, της απομόνωσης, του θρησκευτικού φανατισμού και την προστασία των μειονοτικών δικαιωμάτων, όπως συμβαίνει για όλους τους Έλληνες πολίτες.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου