Γράφει ο Μπάτζιος Φώτιος, Μέλος της Ένωσης Στρατιωτικών Περιφερειακής Ενότητας Καστοριάς
Αγαπητοί συνάδελφοι, διαβάζοντας την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πέμπτο τμήμα) της 21ης Φεβρουαρίου 2018 Στην υπόθεση C-518/15 , με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το εφετείο εργατικών διαφορών των Βρυξελλών, σχετικά με προσφυγή Βέλγου πυροσβέστη, διαπιστώνω σημαντικά πράγματα τα οποία, μεταξύ των άλλων, αφορούν και μεγάλο κομμάτι των Ελλήνων στρατιωτικών. H προδικαστική αυτή απόφαση, αφορά στην ερμηνεία του άρθρου 2 και του άρθρου 17, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, σημείο iii, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας. Το άρθρο 1 της οδηγίας 2003/88 ορίζει τα ακόλουθα:
«1. Η παρούσα οδηγία καθορίζει τις στοιχειώδεις προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας.
2. Εφαρμόζεται:
α) στις ελάχιστες περιόδους ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης και ετήσιας άδειας, στον χρόνο διαλείμματος και στη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας, και
β) σε ορισμένες πλευρές της νυκτερινής εργασίας, της κατά βάρδιες εργασίας και του ρυθμού εργασίας.
3. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλους τους ιδιωτικούς ή δημόσιους τομείς δραστηριοτήτων, κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτιώσεως της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία (ΕΕ 1989, L 183, σ. 1)], με την επιφύλαξη των άρθρων 14, 17, 18 και 19 της παρούσας οδηγίας.
4. Οι διατάξεις της οδηγίας 89/391 […] εφαρμόζονται πλήρως στα θέματα που αναφέρει η παράγραφος 2, με την επιφύλαξη περιοριστικότερων ή/και ειδικότερων διατάξεων της παρούσας οδηγίας.»
4 Το άρθρο 2 της οδηγίας 2003/88, το οποίο επιγράφεται «Ορισμοί», προβλέπει, στα σημεία 1 και 2, τα εξής:
«Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:
1. “χρόνος εργασίας”: κάθε περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος ευρίσκεται στην εργασία, στη διάθεση του εργοδότη, και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές·
2. “περίοδος ανάπαυσης”: κάθε περίοδος που δεν είναι χρόνος εργασίας».
5 Το άρθρο 15 της εν λόγω οδηγίας, που επιγράφεται «Ευνοϊκότερες διατάξεις», έχει ως εξής:
«Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν ή να θεσπίζουν ευνοϊκότερες νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων ή να ευνοούν ή να επιτρέπουν την εφαρμογή ευνοϊκότερων συλλογικών συμβάσεων ή συμφωνιών μεταξύ κοινωνικών εταίρων για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων.»
6 Το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/88, που επιγράφεται «Παρεκκλίσεις», ορίζει τα ακόλουθα:
«1. Τα κράτη μέλη, τηρώντας τις γενικές αρχές για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, μπορούν να παρεκκλίνουν από τα άρθρα 3, 4, 5, 6, 8 και 16
3. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, παρεκκλίσεις από τα άρθρα 3, 4, 5, 8 και 16, είναι δυνατόν να επιτρέπονται:
β) για τις δραστηριότητες φύλαξης και επίβλεψης που χαρακτηρίζονται από την ανάγκη συνεχούς παρουσίας για την προστασία των αγαθών και των προσώπων, ιδίως όταν πρόκειται για φύλακες και θυρωρούς ή επιχειρήσεις φύλαξης·
γ) για τις δραστηριότητες που χαρακτηρίζονται από την ανάγκη να εξασφαλισθεί η συνέχεια της υπηρεσίας ή της παραγωγής, ιδίως:
iii) για τις υπηρεσίες τύπου, ραδιοφωνίας, τηλεόρασης, κινηματογράφου, ταχυδρομείων ή τηλεπικοινωνιών, τις υπηρεσίες ασθενοφόρων, τις πυροσβεστικές υπηρεσίες ή την πολιτική άμυνα».
Το δικαστήριο ανέφερε ότι κατά τις περιόδους επιφυλακής, κάθε πρόσωπο το οποίο υπηρετεί ως πυροσβέστης οφείλει:
να βρίσκεται συνεχώς σε τέτοια απόσταση από τον πυροσβεστικό σταθμό ώστε, σε περίπτωση που κληθεί, ο χρόνος που απαιτείται, υπό φυσιολογικές κυκλοφοριακές συνθήκες, προκειμένου να μεταβεί στον πυροσβεστικό σταθμό να μην υπερβαίνει τα 8 λεπτά·
να επιδεικνύει ιδιαίτερη ετοιμότητα ώστε να είναι πάντοτε υπό συνθήκες που να επιτρέπουν την επικοινωνία μαζί του με τα διάφορα τεχνικά μέσα που χρησιμοποιούνται για την ανάκληση του προσωπικού και την άμεση αναχώρησή του, με το πλέον πρόσφορο μέσο, στις περιπτώσεις ανακλήσεως του προσωπικού επιφυλακής».
όσον αφορά τον χαρακτηρισμό τoυ εν λόγω πυροσβέστη ως «εργαζομένου», πρέπει να επισημανθεί ότι, για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/88, η έννοια αυτή δεν επιδέχεται διαφορετική ερμηνεία ανάλογα με το εθνικό δίκαιο, αλλά έχει αυτοτελές περιεχόμενο στο δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, Union syndicale Solidaires Isère, C-428/09, EU:C:2010:612, σκέψη 28). Κατά πάγια επί του θέματος νομολογία, ως «εργαζόμενος» πρέπει να νοείται κάθε πρόσωπο που ασκεί πραγματικές και ουσιαστικού χαρακτήρα δραστηριότητες, αποκλειομένων των δραστηριοτήτων που είναι τόσο περιορισμένες ώστε να εμφανίζονται ως αμιγώς περιθωριακές και επουσιώδεις. Το χαρακτηριστικό της σχέσεως εργασίας είναι το γεγονός ότι ένα πρόσωπο παρέχει, κατά τη διάρκεια ορισμένου χρόνου, προς έτερο και υπό τη διεύθυνσή του, υπηρεσίες έναντι των οποίων λαμβάνει αμοιβή (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2015, Fenoll, C-316/13, EU:C:2015:200, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
το άρθρο 15 της οδηγίας 2003/88 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να διατηρούν ή να θεσπίζουν έναν λιγότερο περιοριστικό ορισμό της έννοιας του «χρόνου εργασίας» από αυτόν που διατυπώνεται στο άρθρο 2 της οδηγίας αυτής.
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο διευκρίνισε, κατ’ αρχάς, ότι οι έννοιες των όρων «χρόνος εργασίας» και «περίοδος ανάπαυσης» είναι αλληλοαποκλειόμενες (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 2000, Simap, C-303/98, EU:C:2000:528, σκέψη 47, καθώς και της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Federación de Servicios Privados del sindicato Comisiones obreras, C-266/14, EU:C:2015:578, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, ο χρόνος εφημερίας ενός εργαζομένου στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τις οποίες αναπτύσσει για τον εργοδότη του πρέπει να χαρακτηρίζεται είτε ως «χρόνος εργασίας» είτε ως «περίοδος ανάπαυσης».
56 Εξάλλου, η ένταση της εργασίας που παρέχει ο μισθωτός ή η απόδοσή του δεν περιλαμβάνονται στα κατά την οδηγία αυτή χαρακτηριστικά της έννοιας «χρόνος εργασίας» του άρθρου 2 της οδηγίας 2003/88 (απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2005, Dellas κ.λπ., C-14/04, EU:C:2005:728, σκέψη 43).
57 Περαιτέρω, έχει κριθεί ότι η φυσική παρουσία και η διαθεσιμότητα του εργαζόμενου στον τόπο εργασίας, κατά τη διάρκεια της εφημερίας ετοιμότητας, ενόψει της παροχής των επαγγελματικών του υπηρεσιών, πρέπει να θεωρείται ότι εμπίπτει στην άσκηση των καθηκόντων του, έστω και αν η όντως ασκούμενη δραστηριότητα διαφέρει αναλόγως των περιστάσεων (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2000, Simap, C-303/98, EU:C:2000:528, σκέψη 48).
58 Πράγματι, εάν η έννοια του «χρόνου εργασίας» δεν κάλυπτε τις εφημερίες ετοιμότητας υπό το καθεστώς της φυσικής παρουσίας στον τόπο εργασίας θα διακυβευόταν ο σκοπός της οδηγίας 2003/88, που συνίσταται στην εξασφάλιση της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, οι οποίοι πρέπει να διαθέτουν ορισμένες ελάχιστες περιόδους αναπαύσεως και κατάλληλα διαλείμματα από την εργασία (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2000, Simap, C-303/98, EU:C:2000:528, σκέψη 49).
Επιπλέον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι το καθοριστικό στοιχείο προκειμένου να κριθεί εάν συντρέχουν τα χαρακτηριστικά της έννοιας του «χρόνου εργασίας» της οδηγίας 2003/88 είναι το γεγονός ότι ο εργαζόμενος υποχρεούται να είναι φυσικά παρών στον καθορισμένο από τον εργοδότη τόπο και να βρίσκεται εκεί στη διάθεσή του προκειμένου να μπορεί να παράσχει αμέσως τις προσήκουσες υπηρεσίες σε περίπτωση ανάγκης. Πράγματι, οι υποχρεώσεις αυτές, που συνεπάγονται αδυναμία των εργαζομένων να επιλέξουν τον τόπο παραμονής τους κατά τη διάρκεια των εφημεριών ετοιμότητας, πρέπει να θεωρούνται ότι εμπίπτουν στην άσκηση των καθηκόντων τους (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, Jaeger, C-151/02, EU:C:2003:437, σκέψη 63, καθώς και διάταξη της 4ης Μαρτίου 2011, Grigore, C-258/10, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:122, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
60 Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση κατά την οποία ο εργαζόμενος πραγματοποιεί εφημερίες υπό καθεστώς της επιφυλακής που προβλέπει ότι πρέπει να υφίσταται διαρκώς δυνατότητα επικοινωνίας με αυτόν, χωρίς όμως να υποχρεούται να είναι παρών στον τόπο εργασίας. Πράγματι, μολονότι βρίσκεται στη διάθεση του εργοδότη του, δεδομένου ότι πρέπει να υπάρχει δυνατότητα επικοινωνίας μαζί του, στην περίπτωση αυτή, ο εργαζόμενος υπόκειται σε λιγότερους περιορισμούς ως προς τη διαχείριση του χρόνου του και μπορεί να ασχοληθεί με τα ενδιαφέροντά του. Υπό τις συνθήκες αυτές, μόνον ο χρόνος της πραγματικής παροχής υπηρεσιών πρέπει να θεωρείται ως «χρόνος εργασίας» υπό την έννοια της οδηγίας 2003/88 (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, Jaeger, C-151/02, EU:C:2003:437, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι έννοιες του «χρόνου εργασίας» και της «περιόδου αναπαύσεως» της οδηγίας 2003/88 συνιστούν έννοιες του δικαίου της Ένωσης που πρέπει να ορίζονται βάσει αντικειμενικών χαρακτηριστικών, σε συνάρτηση με το σύστημα και τον σκοπό της εν λόγω οδηγίας, αντικείμενο της οποίας είναι η θέσπιση ελάχιστων προδιαγραφών για τη βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως και εργασίας των εργαζομένων (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Federación de Servicios Privados del sindicato Comisiones obreras, C-266/14, EU:C:2015:578, σκέψη 27).
Εν προκειμένω, η υποχρέωση φυσικής παρουσίας στον καθορισμένο από τον εργοδότη τόπο καθώς και ο περιορισμός που απορρέει, από γεωγραφικής και χρονικής απόψεως, από την ανάγκη της μεταβάσεως στον τόπο εργασίας εντός 8 λεπτών, μπορούν να περιορίσουν κατ’ αντικειμενική εκτίμηση τις δυνατότητες που έχει ένας εργαζόμενος ο οποίος βρίσκεται στη θέση για να ασχοληθεί με τα προσωπικά και κοινωνικά ενδιαφέροντά του.
Υπό το πρίσμα των περιορισμών αυτών, η περίπτωση του Βέλγου πυροσβέστη, διαφέρει από αυτήν ενός εργαζομένου ο οποίος πρέπει, διαρκούσης της υπηρεσίας του στο πλαίσιο των εφημεριών ετοιμότητας, απλώς να είναι στη διάθεση του εργοδότη του προκειμένου αυτός ο τελευταίος να έχει τη δυνατότητα επικοινωνίας μαζί του.
Υπό τις συνθήκες αυτές, η έννοια του όρου «χρόνος εργασίας» του άρθρου 2 της οδηγίας 2003/88 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση εργαζομένου που είναι υποχρεωμένος να παραμένει κατ’ οίκον κατά τις εφημερίες ετοιμότητας, να είναι στη διάθεση του εργοδότη του και να έχει τη δυνατότητα μεταβάσεως στον τόπο εργασίας του εντός 8 λεπτών.
Από το σύνολο των ανωτέρω συνάγεται ότι το άρθρο 2 της οδηγίας 2003/88 έχει την έννοια ότι ο χρόνος κατά τον οποίον ένας εργαζόμενος παραμένει κατ’ οίκον στο πλαίσιο των εφημεριών ετοιμότητας με την υποχρέωση να ανταποκρίνεται στις κλήσεις του εργοδότη του εντός 8 λεπτών, υποχρέωση που περιορίζει σε πολύ σημαντικό βαθμό τις δυνατότητες αναλήψεως άλλων δραστηριοτήτων, πρέπει να θεωρείται ως «χρόνος εργασίας».
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 17, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, σημείο iii, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, έχει την έννοια ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να παρεκκλίνουν, όσον αφορά ορισμένες κατηγορίες πυροσβεστών που προσλαμβάνονται από τις δημόσιες πυροσβεστικές υπηρεσίες, από το σύνολο των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις διατάξεις της οδηγίας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 2, το οποίο ορίζει μεταξύ άλλων τις έννοιες των όρων «χρόνος εργασίας» και «περίοδος ανάπαυσης».
2) Το άρθρο 15 της οδηγίας 2003/88 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να διατηρούν ή να θεσπίζουν έναν λιγότερο περιοριστικό ορισμό της έννοιας του «χρόνου εργασίας» από αυτόν που διατυπώνεται στο άρθρο 2 της οδηγίας αυτής.
3) Το άρθρο 2 της οδηγίας 2003/88 έχει την έννοια ότι ο χρόνος κατά τον οποίον ένας εργαζόμενος παραμένει κατ’ οίκον στο πλαίσιο των εφημεριών ετοιμότητας με την υποχρέωση να ανταποκρίνεται στις κλήσεις του εργοδότη του εντός 8 λεπτών, υποχρέωση που περιορίζει σε πολύ σημαντικό βαθμό τις δυνατότητες αναλήψεως άλλων δραστηριοτήτων, πρέπει να θεωρείται ως «χρόνος εργασίας».
Κατόπιν όλων αυτών που ανέφερα παραπάνω, κουράζοντας ίσως του συναδέλφους με ‘’νομικά θέματα’’ είναι πλέον παραδεκτό από το δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι όποιος βρίσκεται σε κατάσταση εφημερίας ετοιμότητας στο σπίτι του και πρέπει να μεταβεί σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα στον χώρο εργασίας του, ο χρόνος αυτός (άσχετα αν βρίσκεται στο σπίτι του) θεωρείται ως χρόνος εργασίας και όχι ως χρόνος αναπαύσεως. Αυτό έχει δύο τινά. Πρώτον ότι οι ώρες αυτές πρέπει να συνυπολογίζονται στο γενικό ωράριο εργασίας και δεύτερον για όλο αυτό το χρονικό διάστημα εργασίας, ο εργαζόμενος πρέπει να λάβει επιπλέον αποδοχές!
Αυτό το άρθρο αφορά πολλούς εργαζομένους στην χώρα μας (και σε όλη της ΕΕ φυσικά). Αφορά τους ιατρούς, τους πυροσβέστες, αλλά και εμάς τους στρατιωτικούς. Αυτό έχει να κάνει με την λεγόμενη επιφυλακή των στρατιωτικών από το σπίτι τους (όταν έχουν ορισθεί στην εν λόγω υπηρεσία) και απαιτείται η εντός ολίγων λεπτών υποχρέωση να μεταβούν στην εργασία τους. Όπως ανέφερα και παραπάνω, η μη δυνατότητα ενασχόλησης με πράγματα στα οποία θα μπορούσε να ο προβεί ο εργαζόμενος στρατιωτικός στον ελεύθερο του χρόνο, λόγω της ετοιμότητας μετάβασης σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα στην εργασία του, από την στιγμή που σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο αποτελεί χρόνος εργασίας, πρέπει να οδηγήσει την Ελληνική πολιτεία στην χρηματική αποζημίωση αυτού του επιπλέον χρόνου εργασίας.
Κλείνοντας, θα ήθελα να σας γνωρίσω πως σύμφωνα με το άρθρο 28 του συντάγματος μας, το Ευρωπαϊκό δίκαιο (πολλών δε, απόφαση του δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης) αποτελεί δέσμευση εφαρμογής, υπερισχύοντας των όποιων αντίθετων υπαρχουσών διατάξεων στο δίκαιο της χώρας μας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου