Επειδή διάφοροι παπαγαλίσκοι το τελευταίο διάστημα παπαγαλίζουν οτιδήποτε προκειμένου να αναχαιτίσουν τη συσπείρωση – εγγραφή των στρατιωτικών στις, με δικαστικές αποφάσεις, Περιφερειακές Ενώσεις τους και αποφεύγοντας να καταθέσω την προσωπική μου άποψη, που είμαι σίγουρος ότι θα σχολιασθεί ένθεν κακείθεν ποικιλοτρόπως, μεταφέρω απόσπασμα της υπ΄ αριθμ. 2822/2005 απόφασης του Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο έχει ως εξής:
Επειδή, στο άρθρο 12 παρ.1 του ισχύοντος Συντάγματος 1975/1986/2001, όπως αναθεωρήθηκε με το από 6-4-2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι: «1. Οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία, τηρώντας τους νόμους, που ποτέ όμως δεν μπορούν να εξαρτήσουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού από προηγούμενη άδεια», επιπλέον δε με την αναθεώρηση αυτή, καταργήθηκε η παράγραφος 4 του ως άνω άρθρου του Συντάγματος 1975/1986 που όριζε ότι με νόμο μπορεί να επιβληθούν περιορισμοί στο δικαίωμα των δημοσίων υπαλλήλων να συνεταιρίζονται. Η συνδικαλιστική ελευθερία καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 23 παρ.1 του Συντάγματος, όπου σε αυτή προβλέπεται ότι: «1. Το Κράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών μ΄ αυτή δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής τους, μέσα στα όρια του νόμου». ……. Οι περιορισμοί αυτοί δεν μπορούν να φθάνουν έως την κατάργηση του δικαιώματος της απεργίας ή την παρεμπόδιση της νόμιμης άσκησής του». Σύμφωνα με τη διάταξη του ως άνω άρθρου το δικαίωμα αυτών, που ασκούν το ίδιο επάγγελμα, να οργανώνονται σε σωματεία, τα οποία επιδιώκουν την υπεράσπιση, την προστασία και την προαγωγή των οικονομικών, επαγγελματικών και ιδεολογικών συμφερόντων των μελών τους, συνιστά, τη συνδικαλιστική ελευθερία (βλ. Αλ. Σβώλο – Γ. Βλάχο, Το Σύνταγμα της Ελλάδος, τόμ. Β΄, 1955, σελ. 288, Π. Παραρά, Σύνταγμα 1975 Corpus τόμ. α΄, 1982 σελ. 368). Στην έννοια της θετικής συνδικαλιστικής ελευθερίας περιλαμβάνεται το δικαίωμα κάθε εργαζόμενου για σύσταση συνδικαλιστικής οργάνωσης, για ελεύθερη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση που προϋπάρχει και για την παραμονή του σε αυτή, ενώ περιλαμβάνει, το δικαίωμά του για συμμετοχή στη διαμόρφωση της θέλησης της συνδικαλιστικής οργάνωσης, στην οποία ανήκει, καθώς και στις διάφορες μορφές συνδικαλιστικής δράσης, στη δε έννοια της συνδικαλιστικής δράσης ανήκει και η συμμετοχή σε απεργία. (βλ. Ιωάννη Κουκιάδη, Εργατικό Δίκαιο Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις Τόμος 1ος εκδ. 1997 σελ. 42). ……. Από τη διατύπωση της διάταξης 23 παρ.2β του Συντάγματος συνάγεται σαφώς, ότι η άσκηση του συνδικαλιστικού δικαιώματος από εκείνους, οι οποίοι υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας δεν απαγορεύεται. Αντιθέτως, το δικαίωμα αυτό έχει κατοχυρωθεί για τους ίδιους συνταγματικώς. Η εξασφάλισή του προκύπτει ευθέως από τη ρητή απαγόρευση της άσκησης από αυτούς μόνο του δικαιώματος της απεργίας, δηλαδή την απαγόρευση άσκησης ενός μόνο ειδικού δικαιώματος και όχι του ευρύτερου και γενικού συνδικαλιστικού δικαιώματος. Το Σύνταγμα δεν περιέχει ειδική ρύθμιση για την άσκηση του θεμελιώδους αυτού δικαιώματος από τους στρατιωτικούς. ……..
Επομένως και για τους στρατιωτικούς ισχύει, ό,τι και για τα σώματα ασφαλείας, δηλαδή απαγορεύεται η άσκηση του ειδικού δικαιώματος της απεργίας και όχι του ευρύτερου και γενικού συνδικαλιστικού δικαιώματος, καθώς, όπου ο συντακτικός νομοθέτης επιθυμεί γενική και απόλυτη απαγόρευση ενός γενικού δικαιώματος το ορίζει ρητά, όπως για παράδειγμα στο άρθρο 29 παρ.3 του Συντάγματος, όπου ορίζεται ότι «Απαγορεύονται απολύτως οι οποιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις υπέρ ή κατά πολιτικού κόμματος στους δικαστικούς λειτουργούς και σε όσους υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας.» (βλ. Ι. Κουκιάδη, όπ. σελ. 56). Η συνταγματική ρύθμιση του άρθρου 23 παρ.2β και η ερμηνεία της ως άνω συμπορεύεται και με τις ακόλουθες διατάξεις: Α) το άρθρο 22 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1977 (ΕτΚ Α΄, φ. 25) και προβλέπει ότι: ¨1. Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος σύστασης συνδικαλιστικών οργανώσεων και συμμετοχής του σε αυτές για την προστασία των συμφερόντων του…… Β) το άρθρο 8 του Διεθνούς Συμφώνου για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα, που έχει κυρωθεί με το ν. 1532/1985 (ΕτΚ Α΄, φ. 45) και ορίζει ότι: ¨1. Τα συμβαλλόμενα κράτη αναλαμβάνουν να εξασφαλίσουν: α) Το δικαίωμα κάθε προσώπου στη σύσταση, μαζί με άλλα πρόσωπα, συνδικάτων και την προσχώρηση στο συνδικάτο της εκλογής του, με τη μόνη επιφύλαξη των κανόνων και κανονισμών της οργάνωσης που πρόκειται κάθε φορά να προσχωρήσουν, για την εξυπηρέτηση και προστασία των οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων του…... Γ) το άρθρο 11 της από 4-11-1950 Σύμβασης της Ρώμης, η οποία αναφέρεται στην προάσπιση των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και κυρώθηκε αρχικά με το ν. 2329/1953 και μεταγενέστερα με το ν.δ. 53/1974 (ΕτΚ Α΄, φ.256), καθώς ενδιαμέσως είχε εμφιλοχωρήσει η καταγγελία της (βλ. την 4Σ01 – 16 της 5/13-2-1970 ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών και την ΕφΑθ 1702/1988 Νοβ 37, σελ. 260), όπου ορίζεται ότι: ¨1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν του συνέρχεσθαι ειρηνικώς και εις την ελευθερίαν συνεταιρισμού, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ιδρύσεως μετ΄ άλλων συνδικάτων και προσχωρήσεως εις συνδικάτα επί σκοπώ προασπίσεως των συμφερόντων του…..
Η συνδικαλιστική ελευθερία, υπό το προεκτεθέν περιεχόμενο, κατοχυρώνεται και υπέρ των προσώπων που τελούν σε καθεστώς ειδικής σχέσης εξουσίασης προς το Κράτος, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι ανήκοντες στα σώματα ασφαλείας και στις ένοπλες δυνάμεις, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση εντάσσονται στην ευρύτερη έννοια των δημοσίων υπαλλήλων …….
Από δε την ιεραρχικά ανώτερη θέση, την οποία κατέχουν στο συνολικό σύστημα της έννομης τάξεως οι συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές, προκύπτει ότι κατά τη συγκεκριμενοποίηση αυτών από τον κοινό νομοθέτη πρέπει όχι μόνο να διαφυλάσσεται αλώβητο αλλά και να πραγματώνεται, κατά το δυνατό πληρέστερα, το αξιολογικό τους περιεχόμενο, προσδοκώντας ότι κατά τη συγκεκριμενοποίηση της συνταγματικής αρχής ο κοινός νομοθέτης επεδίωξε τη συμμόρφωσή του προς τα παραγγέλματα του συνταγματικού νομοθέτη. Αν αυτό δεν συμβαίνει ο νόμος είναι αντισυνταγματικός και τότε το δικαστήριο υποχρεούται να μην τον εφαρμόσει (άρθρο 93 παρ.4 του Σ). Δεδομένου όμως ότι η συνταγματικότητα ενός κανόνα δικαίου τεκμαίρεται, ή αντίθεσή του προς το Σύνταγμα κηρύσσεται τότε μόνο, όταν δεν δύναται να προκύψει η προς αυτό συμφωνία του δια της εναρμονισμένης με το Σύνταγμα ερμηνείας του (βλ. Παναγιώτη Παπανικολάου «Μεθοδολογία του Ιδιωτικού Δικαίου και Ερμηνεία των Δικαιοπραξιών εκδ. 2000 σελ. 189)………..
Σύμφωνα δε με την παράγραφο 3 του άρθρου 1516 του Π.Δ. 210/1993, όπου περιέχονται διατάξεις του Πολεμικού Ναυτικού ορίζεται ότι «Στο στρατιωτικό προσωπικό απαγορεύεται οποιαδήποτε συνδικαλιστική δραστηριότητα εντός και εκτός υπηρεσίας», ενώ στο άρθρο 1519 του ιδίου ως άνω διατάγματος ορίζεται ότι: «Επιτρέπεται στο στρατιωτικό προσωπικό του Π.Ν. η συμμετοχή σε επιστημονικούς, αθλητικούς, φιλανθρωπικούς, πολιτιστικούς συλλόγους, ενώσεις, σωματεία, συλλόγους συντοπιτών, εφόσον όλων των ανωτέρω, το καταστατικό αποκλείει την πολιτική δραστηριότητα. Δια την ως άνω συμμετοχή των μονίμων και εθελοντών του Π.Ν. απαιτείται έγγραφη άδεια του ΓΕΝ», επιπλέον στην παράγραφο 3 του άρθρου 63 του ν.δ. 1400/1973 «Περί καταστάσεων των Αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων» (Α΄ 114) αναφέρεται ότι «3. Απαγορεύεται εις τους εν ενεργεία αξιωματικούς: α) … β) … γ) Η συμμετοχή εις Συνδέσμους, Ιδρύματα κλπ έχοντα σκοπούς επιστημονικούς, μορφωτικούς ή εκπολιτιστικούς, άνευ προηγουμένης εγκρίσεως του Αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων», περαιτέρω δε σύμφωνα με τη παράγραφο 1 στ του άρθρου 7 του Π.Δ. 178/1977 «Περί κυρώσεως Κανονισμού Πειθαρχίας της Πολεμικής Αεροπορίας» (Α΄ 60) ορίζεται ότι: «1. Απαγορεύεται στους στρατιωτικούς … στ) Να συμμετέχουν εις Συλλόγους, Ενώσεις, Ιδρύματα, Συνδέσμους, Σωματεία, εκτός των υπό της κείμενης Νομοθεσίας ή ειδικών διαταγών της Υπηρεσίας καθοριζομένων εξαιρέσεων», στη δε παράγραφο 2γ περίπτωση 3 του άρθρου 9 του ως άνω διατάγματος ορίζεται ότι «Ειδικώτερον πειθαρχικά παραπτώματα θεωρούνται και ως τοιαύτα τιμωρούνται βάσει των διατάξεων του παρόντος Κανονισμού: … (3) Η άνευ εγκρίσεως της υπηρεσίας συμμετοχή εις Συλλόγους, Σωματεία, Ιδρύματα, Οργανώσεις κλπ.», σύμφωνα δε με τη παράγραφο 7 του άρθρου 25 του ΠΔ130/1984, με το οποίο κυρώνεται ο Γενικός Κανονισμός Υπηρεσίας στο Στρατό (Α΄ 42), ορίζεται ότι «Επιτρέπεται η συμμετοχή των στρατιωτικών σε επιστημονικές αθλητικές ή επαγγελματικές Ενώσεις, Συνδέσμους ή Σωματεία. Για τα μόνιμα στελέχη απαιτείται άδεια της υπηρεσίας». Από τις ως άνω αναφερόμενες διατάξεις του ΠΔ 210/1993 και του ν.δ. 1400/1973 προκύπτει είτε άμεσα (άρθρο 1516 παρ.3 του Π.Δ. 210/1993) είτε έμμεσα (άρθρο 1519 Π.Δ. 10/1993, 63 παρ.3 Ν.Δ. 1400/1973), ότι δεν επιτρέπεται στους υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις να συστήνουν συνδικαλιστικές οργανώσεις, ακόμα και εκτός υπηρεσίας (άρθρο 1516 παρ.3), ούτε και να συμμετέχουν σε αυτές, ενώ ακόμα και η συμμετοχή τους σε κοινά μη κερδοσκοπικά σωματεία και ενώσεις επιστημονικού, πολιτιστικού, αθλητικού ή φιλανθρωπικού ή μορφωτικού ενδιαφέροντος εξαρτάται πάντα από προηγούμενη άδεια της υπηρεσίας τους.
Από τις διατάξεις αυτές δεν καταλείπονται περιθώρια για μία σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία τους, δεδομένου ότι η απαγόρευση ανάπτυξης και άσκησης του δικαιώματος της συνδικαλιστικής δραστηριότητας στους υπηρετούντες στις τάξεις τους είναι απόλυτη, αναιρώντας πλήρως το κατοχυρωμένο, τόσο συνταγματικά, όσο και από τις διεθνείς συμβάσεις, έστω μόνο κατά το σκληρό του πυρήνα σχετικό δικαίωμα, αφού απαγορεύεται πλήρως οποιαδήποτε συνδικαλιστική δραστηριότητα εντός και εκτός υπηρεσίας, η δυνατότητα δε συμμετοχής, των υπηρετούντων στις ένοπλες δυνάμεις, σε ενώσεις, συλλόγους, σωματεία, συνδέσμους και ιδρύματα, που έχουν το αναφερόμενο στις σχετικές διατάξεις αντικείμενο, ουδόλως συνεπάγεται και ανάλογη επέκτασή της, με τη μορφή της ευχέρειας των υπηρετούντων στις ένοπλες δυνάμεις να συμμετέχουν και σε συνδικαλιστικές οργανώσεις, καθώς κάτι τέτοιο δεν ανταποκρίνεται ούτε στο γράμμα των ως άνω διατάξεων, ούτε στη ρυθμιστική πρόθεση του ιστορικού νομοθέτη, ούτε και το σκοπό της θεσπίσεώς τους, αφού ο επιδιωκόμενος σκοπός των συνδικαλιστικών οργανώσεων (προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων των μελών τους, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.1 του ν. 1264/1982) ουδόλως συνάδει ή προσομοιάζει με το αντικείμενο και το σκοπό των επιτρεπόμενων από τις ως άνω διατάξεις ενώσεων. ……
Ωστόσο περιορισμός που να φθάνει έως τη πλήρη αποδυνάμωση του συνδικαλιστικού δικαιώματος δεν μπορεί να θεωρηθεί συνταγματικά ανεκτός, καθότι έρχεται σε αντίθεση με την αρχή του απροσβλήτου του πυρήνα του συνδικαλιστικού δικαιώματος και για τους υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις, όσο και με την αρχή της αναλογικότητας, καθώς η στρατιωτική πειθαρχία μπορεί να εξασφαλισθεί εξίσου ικανοποιητικά με την υπό όρους και αυστηρούς περιορισμούς πρόβλεψη και αναγνώριση ενός σκληρού πυρήνα του συνδικαλιστικού δικαιώματος, με σκοπό τη βελτίωση και όχι την αποδυνάμωση της στρατιωτικής οργάνωσης και γενικότερα της στρατιωτικής ζωής και επομένως η πλήρης απαγόρευση έστω και κατά τη στοιχειώδη έκφανση του συνδικαλιστικού δικαιώματος δεν είναι η πρόσφορη και αναγκαία για τη διατήρηση της στρατιωτικής πειθαρχίας, λαμβάνοντας υπόψη τα καθήκοντα των στρατιωτικών, η εκτέλεση των οποίων δεν θα δυσχεραίνεται αν παράλληλα με την αναγνώριση αυτού του δικαιώματος θεσπίζονταν και οι αναγκαίοι αυστηροί περιορισμοί του.
Επιπλέον η ρύθμιση που περιέχεται στις ως άνω αναφερόμενες διατάξεις, σύμφωνα με την οποία η δυνατότητα να συμμετέχουν όσοι υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις στις ρητά προβλεπόμενες από τις ως άνω διατάξεις ενώσεις, συλλόγους ή σωματεία εξαρτάται από τη προηγούμενη άδεια ή έγκριση της αρμόδιας υπηρεσίας τους ή του αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων, είναι ευθέως αντίθετη με το περιεχόμενο του άρθρου 12 παρ.1 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο το δικαίωμα των Ελλήνων να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία επιτρέπεται πάντα τηρώντας τους νόμους, οι οποίοι όμως δεν μπορεί να εξαρτήσουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού από προηγούμενη άδεια, και μάλιστα όχι μόνο διοικητική, αλλά αφού το Σύνταγμα δεν διακρίνει πλέον σχετικά (αντίθετα το άρθρο 11 Συντ. 1952) ούτε και δικαστική (με την έννοια ότι και το αρμόδιο δικαστήριο εξετάζει μόνο τη συνδρομή των νομίμων ορίων και όχι τη σκοπιμότητα της σύστασης ενός σωματείου) (βλ. Κώστα Χρυσογόνο «Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα εκδ. 2002, σελ. 461, 462).
Επομένως κάθε φύσεως προληπτικά μέτρα, ως αποτελεί και η προηγούμενη άδεια της υπηρεσίας απαγορεύονται ενόψει πλέον και της κατάργησης, με το από 6-4-2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, της παρ.4 του άρθρου 12 του Σ., με την οποία ήταν δυνατή δια νόμου η επιβολή περιορισμών στο δικαίωμα των δημοσίων υπαλλήλων, να συνεταιρίζονται, νοουμένων ως δημοσίων υπαλλήλων και των στρατιωτικών, (βλ. ΣτΕ 1802/86 Το Σ 1987 σελ. 342, ΣτΕ 720/1983 Το Σ 1984, 115, ΣτΕ 2209/1977, Το Σ 1977 σελ. 637, ΔιοικΕφΑθ 311/1980 Το Σ 1980 σελ. 234, Σαράντη Ορφανουδάκη «Η ελευθερία της συνένωσης» εκδ. 1996, σελ. 97 περ.γ και σημ. 85, 86). Επομένως δεν επιτρέπεται πλέον η υπαγωγή της προηγούμενης άδειας της υπηρεσίας στην έννοια των εκεί προβλεπομένων (και ήδη καταργημένων) θεμιτών περιορισμών, με αποτέλεσμα οι ως άνω διατάξεις, που εξαρτούν τη προηγούμενη συμμετοχή των υπηρετούντων στο συγκεκριμένο σώμα στρατού σε οποιαδήποτε ένωση από την προηγούμενη έγκριση της υπηρεσίας να είναι αντίθετες στο Σύνταγμα.
Επομένως οι ως άνω διατάξεις τίθενται εκποδών ως αντικείμενες στα άρθρα 12 παρ.1 και 23 του Συντάγματος και ως αντικείμενες στις διατάξεις 11 της ΕΣΔΑ, 22 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, 8 του Διεθνούς Συμφώνου για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα, που βάσει του 28 παρ.1 έχουν υπερνομοθετική ισχύ. Περαιτέρω από το ως άνω αναφερόμενο άρθρο 7 παρ.1 στ του ΠΔ 178/1977 προκύπτει ότι ως κανόνας θεσμοθετείται η απαγόρευση των υπηρετούντων στο συγκεκριμένο σώμα Στρατού να συμμετέχουν σε οποιαδήποτε μορφή Συλλόγου, Ενώσεως, Ιδρύματος, Συνδέσμου ή Σωματείου, ενώ επιτρέπεται η συμμετοχή τους σε αυτά, μόνο στις εξαιρετικές περιπτώσεις που καθορίζονται από τη κείμενη Νομοθεσία ή τις ειδικές διαταγές της Υπηρεσίας.
Από το ίδιο το γράμμα και τη διατύπωση του ως άνω νόμου προκύπτει κατ΄ αρχήν η άρνηση της υπηρεσίας να επιτρέψει τη συμμετοχή των υπηρετούντων σε αυτή σε οποιαδήποτε μορφή ενώσεως, άρνηση η οποία όμως δεδομένης της μεταγενέστερης αναφορά της διάταξης στις επιταγές της κείμενης Νομοθεσίας, υποχωρεί έναντι των ρητών επιταγών του άρθρου 12 και 23 του Συντάγματος και των ως άνω αναφερομένων διατάξεων των διεθνών συμβάσεων, που έχουν κυρωθεί με νόμο και έχουν πλέον αποτελέσει εσωτερικό δίκαιο και μάλιστα με ισχύ υπέρτερη του κοινού νόμου. ……. Το άρθρο 9 παρ.2γ περ.3 του ιδίου διατάγματος, από το οποίο προκύπτει ότι η συμμετοχή των υπηρετούντων στο συγκεκριμένο σώμα στρατού σε οποιαδήποτε ένωση εξαρτάται από την προηγούμενη έγκριση της υπηρεσίας, η μη λήψη μάλιστα της οποίας συνιστά πειθαρχική παράβαση που επιφέρει ανάλογη πειθαρχική ποινή, δεν επιδέχεται ερμηνείας σύμφωνης με το Σύνταγμα, καθόσον για τους λόγους που αναλυτικά εκτέθηκαν ανωτέρω, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με η ρητή πρόβλεψη της παρ.1 του άρθρου 12 Σ, ως προαναφέρθηκε, με αποτέλεσμα η ως άνω διάταξη να είναι αντισυνταγματική. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη παρ,.7 του άρθρου 25 του ΠΔ 130/1984, προκύπτει ότι επιτρέπεται η συμμετοχή των στρατιωτικών σε επιστημονικές, αθλητικές ή και επαγγελματικές ακόμα ενώσεις, συνδέσμους ή σωματεία, αλλά για τα μόνιμα στελέχη η συμμετοχή εξαρτάται από άδεια της υπηρεσίας.
Όπως όμως ήδη προαναφέρθηκε μετά την επελθούσα τροποποίηση του άρθρου 12 του Συντάγματος, επιτρέπεται σε όλους τους Έλληνες πολίτες αδιακρίτως της ιδιότητος ή του επαγγέλματός τους, να έχουν δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία, τηρώντας του νόμους, που ποτέ όμως δεν μπορούν να εξαρτήσουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού από προηγούμενη άδεια, με αποτέλεσμα το δεύτερο εδάφιο της ως άνω διάταξης που θέτει αυτό τον περιορισμό να είναι ευθέως αντίθετο με τη συνταγματική επιταγή, σχετικά με τη δυνατότητα των υπηρετούντων στις ένοπλες δυνάμεις να συστήνουν ή να συμμετέχουν σε σωματεία, συλλόγους, ιδρύματα, οργανώσεις με τους ως άνω αναφερόμενους μη κερδοσκοπικούς σκοπούς. Σημειωτέον δε ότι το θεμιτό της συγκεκριμένης διατάξεως με το Σύνταγμα κρίθηκε στο παρελθόν ενόψει της (ήδη καταργημένης) παρ. 4 του άρθρου 12 Συντ. (βλ. ΣτΕ 720/1983 Το Σ 1984, 115, Κώστα Χρυσόγονο ο.π. σελ. 483). Ερμηνεύοντας όμως τις ως άνω διατάξεις ήτοι το άρθρο 7 παρ.1 στ του ΠΔ 178/1977 και το άρθρο 25 παρ.7 του ΠΔ 130/1984, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις, προκύπτει ότι δεν απαγορεύουν τη δυνατότητα των υπηρετούντων σε αυτές να συστήνουν συνδικαλιστικά σωματεία ή να συμμετέχουν σε αυτά, η δε τελευταία ως άνω διάταξη το επιτρέπει ρητά καθώς τα επαγγελματικά σωματεία, τη συμμετοχή στα οποία επιτρέπει, δεν είναι άλλο από συνδικαλιστικές οργανώσεις. …….
Έτσι συνιστά ανεπίτρεπτο περιορισμό η θέσπιση διατάξεως δια την οποίας εξαρτάται η άσκηση του δικαιώματος αυτού από τους στρατιωτικούς, από προηγούμενη άδεια της προϊσταμένης ή άλλης αρχής, δεδομένου ότι σε περίπτωση αρνήσεως της αρχής για την παροχή της άδειας καθίσταται ανενεργές το βασικό για τη έννοια της δημοκρατίας αυτό δικαίωμα.
Εν προκειμένω, οι ως άνω διατάξεις εξαρτούν τη δυνατότητα ασκήσεως του συνδικαλιστικού δικαιώματος, από προηγούμενη έγκριση ή άδεια της υπηρεσίας, γενικά και αόριστα, …....
Ως εκ τούτου δεν καταλείπεται πλέον, επί τη βάσει ερμηνευτικών κριτηρίων εφαρμογή της σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας των ως άνω διατάξεων, ήτοι του άρθρου 9 παρ.2γ περ.3 του ΠΔ 178/1977 και δεύτερου εδαφίου του άρθρου 25 παρ.7 του ΠΔ 130/1984 με αποτέλεσμα να τίθενται εκ ποδών ως αντισυνταγματικές. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, όπως προκύπτει από το άρθρο 7 παρ.1 στ του ΠΔ 178/1977, ως και από το άρθρο 25 παρ.7 του ΠΔ 130/1984, όπως αυτά ερμηνεύονται σύμφωνα με το Σύνταγμα και τις Διεθνείς Συμβάσεις, αναγνωρίζεται η δυνατότητα των στρατιωτικών να συμμετέχουν σε συνδικαλιστικές οργανώσεις, δυνατότητα η οποία χάρη της αρχής της ισότητας πρέπει να αναγνωριστεί και στους λοιπούς κλάδους των ενόπλων δυνάμεων, ήτοι και στο πολεμικό ναυτικό, καθώς μεταξύ των κλάδων αυτών δεν υπάρχουν τέτοιες ιδιαιτερότητες, που θα δικαιολογούσαν διαφορετική ρύθμιση.
sysmed.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου