ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΡΘΡΟΥ: ΒΑΛΙΑ ΑΜΠΑΤΖΗ
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ΑΡΚΑΔΙΑΣ
Ξημέρωνε η 4η Φεβρουαρίου του 1843…
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε σε ηλικία 73 ετών.
Η είδηση του θανάτου του βύθισε στη θλίψη τους Έλληνες, που τον αποχαιρέτησαν με συγκίνηση και δέος. Δεν ήταν ένας ακόμη καπετάνιος, αλλά η ίδια η Επανάσταση…. Κάθισε ο γέρος του Μωριά πάνω σ’ ένα κοτρώνι,και αυτά τα λόγια ακούστηκαν απ’ τον Κολοκοτρώνη:
«Δώστε τα χέρια, Έλληνες· τώρα αδελφωθείτε·
τα μίση λησμονήσετε, όλοι σας ενωθείτε·
την ίδια μάνα έχετε, λύση άλλη δεν έχει·
βαθιά μέσα στις φλέβες σας το ίδιο αίμα τρέχει»
4 Φεβ.1843: Θεόδωρος Κολοκοτρώνης-το πέρασμα στην αιωνιότητα
4 Φεβρουαρίου 1843.—Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, επιστρέψας από τον βασιλικόν χορόν εις την οικίαν του, αποθνήσκει περί την 4ην πρωϊνήν από κεραυνοβόλον αποπληξίαν, εις ηλικίαν 73 ετών. Κατά την κηδείαν του Γέρου του Μοριά, συνεκεντρώθησαν πέριξ του φερέτρου του, οι επιφανέστεροι εκ των ηρώων του Αγώνος και πολιτικών της εποχής. Τον επιτάφιον εξεφώνησεν ο ποιητής Παναγιώτης Σούτσος, όστις είπε μεταξύ άλλων : «Ανήρ μέγας ετελεύτησε και ο προσκληθείς να πλέξη τον επιτάφιον στέφανον αυτού ανάγκη να περιλάβη ολόκληρον τον μεγάλον ελληνικόν αγώνα». Εν έτος προ του θανάτου του, ο Γέρος του Μοριά είχε περιέλθει έφιππος πλείστα μέρη της Πελοποννήσου, καθώς και τας νήσους Σπέτσας και Ύδραν, διά να ζητήση συγχώρησιν από εκείνους με τους οποίους είχε έλθει εις ρήξιν κατά την διάρκειαν του Αγώνος.[πιν. του Bonitore, Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο] (από το Ελληνικό Ημερολόγιο)
«Ἐτάφη μέ τήν στολή τοῦ Ἀντιστρατήγου.Στό πλευρό του ἦταν τό Σπαθί,πού εἶχε στήν ἀρχή τῆς Ἐπανάστασης,ὁ Θώρακας,ἡ Περικεφαλαῖα…Ὡς σύμβολο τῆς Αἰώνιας Δόξας τοῦ ἀνυπέρβλητου αὐτοῦ Πολεμιστῆ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΑ ΤΣΑΡΟΥΧΙΑ ΤΟΥ,τοποθετήθηκε ἡ τουρκική σημαία.»
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης δεν πέθανε από εχθρικό βόλι σε κάποια απ’ τις τόσες μάχες που έδωσε. Ούτε στην λαιμητόμο όπου τον είχαν καταδικάσει οι δικαστές της κυβερνήσεως του Κωλέττη, ούτε στο υγρό και σκοτεινό κελί του φρουρίου του Ναυπλίου, όπου πέρασε 6 μήνες φυλακισμένος.
Πέθανε στο σπίτι του στην Αθήνα, ανώδυνα, ειρηνικά και ανεπαίσχυντα, όπως εύχεται ή Εκκλησία μας, από εγκεφαλική συμφόρηση.
Ιδού πώς:
Την βραδιά του θανάτου του ήταν προσκεκλημένος στον Βασιλικό χορό του Παλατιού. Εκεί χόρεψε, έφαγε και ήπιε περισσότερο απ’ ότι συνήθιζε, ευτυχής καθώς ήταν, αφού προ δύο ήμερων είχε παντρέψει το μικρότερο παιδί του, τον Κωνσταντίνο (Κολίνο). Μετά τον χορό γύρισε σπίτι του, το όποιο βρισκόταν πολύ κοντά στα Παλάτι, την σημερινή Βουλή των Ελλήνων.
“Έπαθε αποπληξία (τον βρήκε κόλπος όπως λένε) κατά τον ύπνο, “κατά την 4η ώρα της νύκτας”. Δεν μπορούσε να κουνηθεί ούτε να μιλήσει, και μετά βίας ανέπνεε. Αν και ήρθαν οι καλύτεροι γιατροί της εποχής, δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτε περισσότερο απ’ το να παρατείνουν τις στιγμές του. Τον φλεβοτόμησαν και του έβαλαν βδέλλες (αφαίμαξη), χιόνι στην κεφαλή, καταπλάσματα από σιναπόσπορο στα πόδια.
Η τελευταία του κουβέντα ήταν αυτή προς το παιδί του τον Γενναίο: “σου αφήνω τόσους φίλους, όσα φύλλα έχουν τα κλαριά, και φρόντισε να τους φυλάξεις”.
Πέθανε σε ηλικία 73 ετών, στις 04/02/1843 και “ώρα 11η” πρωινή”.
Όλα τα μαγαζιά και τα εργαστήρια της Αθήνας έκλεισαν και πλήθος κόσμου συνέρεε στο σπίτι του. Οι παλαιοί συναγωνιστές του τον καταφιλούσαν και έκλαιγαν με αναφιλητά. Κηρύχθηκε τριήμερων δημόσιο πένθος.
Τον νεκρό τον έντυσαν με την στολή του Αντιστράτηγου, του έζωσαν τα σπαθί, του φόρεσαν τσαρούχια, τον απίθωσαν στα φέρετρο και έβαλαν κάτω από τα πόδια του μία τουρκική σημαία. Στο ένα του πλάγιο έβαλαν τον ασημένιο του θώρακα, ενώ στο άλλο την περικεφαλαία του και τις σπαλέτες. Στα πόδια του μάλιστα τοποθέτησαν την τούρκικη σημαία. Η πολεμική αυτή εξάρτυση του Κολοκοτρώνη βρίσκεται σήμερα στα Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθηνών, όπου και μεταφέρθηκε, ασφαλώς μετά την εκταφή των οστών με σκοπό την ανακομιδή τους εις την Τρίπολη.
Η πομπή κατέβηκε από την οδό Ερμού, και μπαίνοντας στην οδό Αίολου έφτασε στον ναό της Αγ. Ειρήνης, όπου εψάλη ή νεκρώσιμη ακολουθία. Γύρω από την νεκροφόρα κατά την πορεία της προς την Αγία Ειρήνη ήσαν: Ο πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας Κουντουριώτης, ο Αντιστράτηγος Τσώρτς, ο Υποστράτηγος Τζαβέλλας, ο Υποστράτηγος Γιατράκος, οι Συνταγματάρχες Πλαπούτας και Μακρυγιάννης, οι σύμβουλοι επικρατείας Δεληγιάννης και Παλαμήδης. Επίσης ακολουθούσαν οι επώνυμοι της εποχής και πλήθος κόσμου. Ήταν τόσος ο λαός που όταν ή αρχή της πομπής έμπαινε στην Εκκλησία, ή ουρά της πομπής δεν είχε μπει ακόμα στην αρχή της Έρμου.
Τον επικήδειο λόγο εκφώνησε μία μεγάλη μορφή των γραμμάτων της εποχής, ο εκκλησιαστικός ρήτορας και συγγραφέας Κων. Οικονόμου των έξ Οικονόμων. Έπειτα ή πομπή, περνώντας ξανά από το παλάτι, έφτασε στο Α’ νεκροταφείο.
Τι απέγιναν τα οστά του Κολοκοτρώνη:
Τα οστά του Κολοκοτρώνη βρίσκονται στην Τρίπολη από τις αρχές του αιώνα. Πριν, βρίσκονταν στην Αθήνα στο Α’ Νεκροταφείο, αλλά ο Ελευθέριος Βενιζέλος φρόντισε για την μεταφορά τους στην Τρίπολη (κατόπιν αιτήματος των Αρκάδων), συνοδεύοντας μάλιστα ο ίδιος την μεταφορά τους, αποδίδοντας έτσι τιμή στον ελευθερωτή του Γένους μας. Το 1971 στην πλατεία του Άρεως στην Τρίπολη στήθηκε ανδριάντας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Και από το 1993 τα οστά ευρίσκονται στην βάση του μνημείου αυτού, σε ειδική κρύπτη.
https://lllazaros.wordpress.com/
Η περιπέτεια των οστών του Κολοκοτρώνη
Ο τάφος του Κολοκοτρώνη βρίσκεται στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών, αλλά τα οστά του έχουν μεταφερθεί από το 1930 στην Τρίπολη, από τον ίδιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Δεν υπήρξε Έλληνας που να μη γονατίσει κατά μήκος της διαδρομής των οστών από την Αθήνα στην Τρίπολη. Όλα τα μάτια δάκρυσαν και όλων οι καρδιές χτύπησαν δυνατά. Τα οστά του Κολοκοτρώνη τοποθετήθηκαν σε μια κρύπτη στη βάση του Ηρώου των αγωνιστών του 1821, που βρίσκεται στην πλατεία Άρεως της Τρίπολης. Το σημείο αυτό θεωρείτο ιερό και κάθε χρονιά, ανήμερα της 25ης Μαρτίου, οι κάτοικοι της πόλης κατέθεταν στεφάνια και έκαναν τρισάγια στη μνήμη του Γέρου. Δυστυχώς, όμως, την ιερότητα του χώρου διατάραξαν με βάρβαρο τρόπο οι Ιταλοί κατακτητές το 1942.
Σκόρπισαν τα οστά
«Τη νύχτα της 25ης Μαρτίου του 1942 ακούσαμε δυνατά χτυπήματα στην πόρτα του σπιτιού μας και πεταχτήκαμε από τα κρεβάτια μας. Έξω έπεφτε τρομερή βροχή και αυτό μεγάλωνε την αγωνία μας. Έτρεξα και κοίταξα να δω ποιος είναι. Ήταν ένας υπάλληλος του δημαρχείου, τρομαγμένος και λαχανιασμένος. ‘‘Γιώργο, πες στον κύριο δήμαρχο ότι οι Ιταλοί σπάσανε την κρύπτη που φυλάμε τα κόκκαλα του Κολοκοτρώνη και τα σκόρπισαν στις λάσπες’’, μου είπε με φωνή που έτρεμε. Το σπίτι του ήταν δίπλα στο ηρώο των αγωνιστών του 1821 και είδε με τα μάτια του τη βεβήλωση. Αψήφησε τη νυχτερινή απαγόρευση της κυκλοφορίας, με κίνδυνο της ζωής του, και έτρεξε να το πει στον πατέρα μου».
Ο 13χρονος Γιώργος ήταν γιος του δημάρχου της Τρίπολης Γιάννη Τσουτσάνη, ο οποίος δεν τα πήγαινε καθόλου καλά με την ιταλική φρουρά της πόλης. Εκείνη τη μέρα οι Ιταλοί είχαν εξοργιστεί, επειδή ο δήμαρχος τόλμησε να γιορτάσει την επέτειο της 25ης Μαρτίου, παρά την αυστηρή απαγόρευσή τους. Σε αντίποινα σκόρπισαν τα οστά του Γέρου, που βρίσκονταν στη βάση του ηρώου. Γνώριζαν την ευαισθησία των Τριπολιτσιωτών με τον Κολοκοτρώνη και ήθελαν να τους πληγώσουν στο πιο ευαίσθητο σημείο.
Ο Γιωργάκης δεν περίμενε καν να τελειώσει τη φράση του ο υπάλληλος και έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα του πατέρα του: «Μπαμπά, οι Ιταλοί πέταξαν τα οστά του Γέρου και θα τα φάνε τα σκυλιά». Ο δήμαρχος πετάχτηκε αμέσως όρθιος σαν ελατήριο και έτρεξε να φύγει. «Θάρθω κι εγώ μαζί σου», είπε ο Γιώργος. «Κάτσε, θα κινδυνέψεις», απάντησε ο πατέρας του. Τον παράκουσε, όμως, και έτρεξε από πίσω του. Πήρε κι ένα άδειο τσουβαλάκι από ζάχαρη μαζί του. «Εδώ θα βάλουμε τα κόκκαλα μπαμπά». «Εντάξει. Θα πηγαίνω εγώ μπροστά και εσύ θα πιάνεσαι από το πλατό μου».
Με κίνδυνο της ζωής τους
Το σκοτάδι ήταν απόλυτο και δεν βλέπανε τη μύτη τους. Έκαναν έναν μεγάλο κύκλο ψηλαφίζοντας σαν τυφλοί τα κτίρια, μέχρι να τρυπώσουν στο πάρκο. Δεν υπήρχαν πεζοδρόμια και δεν ξέρανε πού να πατήσουν. Απέφυγαν να βγουν στο ξέφωτο της πλατείας Άρεως και περπατούσανε ανάμεσα στα πυκνά δέντρα που τους έγδερναν. Μόλις φτάσανε στη μαρμάρινη βρύση απέναντι από το ηρώο, ο δήμαρχος σωριάστηκε σχεδόν κάτω, εξαντλημένος και παγωμένος από την άγρια βροχή, που δεν σταμάτησε ούτε λεπτό να πέφτει. Ο Γιωργάκης τότε πετάχτηκε με ένα σάλτο απέναντι στο ηρώο και γονάτισε μέσα στις λάσπες, ψαχουλεύοντας για κάτι σκληρό. Βρήκε 4-5 κόκκαλα και τα έβαλε στο τσουβαλάκι. «Έλα, έλα γρήγορα, θα μας σκοτώσουν», φώναζε ο δήμαρχος με πνιχτή φωνή από απέναντι.
Γύρισαν από τον ίδιο δρόμο και έκρυψαν τα κόκκαλα στο σπίτι τους. Ήταν λασπωμένοι, γδαρμένοι, βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο και "πεθαμένοι" από την κούραση. Όταν ξημέρωσε και επετράπη πάλι η κυκλοφορία, ο Γιώργος ξαναπήγε μόνος του στο ηρώο και περιμάζεψε άλλα 3-4 κοκαλάκια. Αγόρασε, επίσης, από ένα κατάστημα μια κλειδαριά και παρήγγειλε δύο καινούργια πορτάκια, όμοια με εκείνα που έσπασαν οι Ιταλοί στο οστεοφυλάκιο.
Μετά από λίγες μέρες, αφού ο δήμαρχος με τον γιο του έπλυναν και αρωμάτισαν τα κόκαλα του Γέρου, τα μετέφεραν στην κρύπτη τους, την οποία σφράγισαν με τα νέα πορτάκια και την καινούργια κλειδαριά. Στο τέλος, ο Γιώργος έτριψε όλο το μνημείο γύρω γύρω με γυαλόχαρτο και το έκανε να λάμπει. Την επόμενη μέρα οι Ιταλοί απείλησαν τον δήμαρχο ότι θα τον κρεμάσουν στον πλάτανο στην κεντρική πλατεία, αλλά αυτός δεν πτοήθηκε, παρόλο που είχε τέσσερα παιδιά. Ο Ιταλός στρατιωτικός διοικητής, ονομαζόμενος Φεστούτσι, έτρεφε μίσος για τον πατριώτη δήμαρχο και μια άλλη φορά τον είχε χαστουκίσει δημοσίως έξω από το δημαρχείο. Ο δήμαρχος τότε είχε αντιδράσει, λέγοντάς του: «Φεστούτσι, δεν κρίθηκε ακόμα ο πόλεμος και πρόσεξε καλά γιατί προβλέπω ότι θα έρθει η μέρα που θα ζητήσεις άσυλο στο σπίτι μου».
Ο γέρος δεν πέθανε
Ο Γιώργος Τσουτσάνης, που σήμερα είναι 83 χρονών και ακμαιότατος, εξελίχτηκε σε δεινό έμπορο διεθνούς επιπέδου. Ήταν ανήσυχο πνεύμα και ταξίδεψε στις άκρες της γης, όχι μόνο για να παραγγείλει εμπορεύματα, αλλά και για να γνωρίσει τον κόσμο. Στα μακρινά ταξίδια του συνέλεξε σπάνια αντικείμενα και έργα τέχνης, τα οποία εκθέτει δωρεάν σε δικό του εκθεσιακό χώρο στο Λουτράκι Κορινθίας, όπου διαμένει τα τελευταία χρόνια με την οικογένειά του.
Το περιστατικό με τα οστά του Γέρου έχει καρφωθεί ανεξίτηλα στο μυαλό του και δεν το ξεχνάει ποτέ. Ακόμα και σήμερα αναφέρεται στον Κολοκοτρώνη σε ενεστώτα χρόνο, σαν να είναι ζωντανός. Ο Γέρος δεν πέθανε, αλλά κοιμάται στο ηρώο, αν χρειαστεί θα ξυπνήσει και θα ξαναρματωθεί για να μας ξανασώσει. Εφόσον υπάρχει έστω κι ένα κοκαλάκι του εκεί, δεν πρέπει να ανησυχούμε.
ΚΕΙΜΕΝΟ-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣΠΗΓΗ: www.greecewithin.com
Ο Φάνης Σακελλαρίου (Αθήνα 1916 – Αθήνα 2000) ήταν Έλληνας γλύπτης, ο οποίος θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της μνημειακής γλυπτικής στην Ελλάδα του 20ού αιώνα.
Ο Φάνης Σακελλαρίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1916, αλλά καταγόταν από τη Στυμφαλία]. Πήρε τα πρώτα μαθήματα στο εργαστήρι γλυπτικής του Θωμά Θωμόπουλου. Στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, όπου σπούδασε γλυπτική, μαθήτευσε αρχικά στα εργαστήρια του Κώστα Δημητριάδη, ενώ αργότερα παρακολούθησε για ένα διάστημα και μαθήματα ζωγραφικής κοντά στον Κώστα Παρθένη. Έκανε επίσης σπουδές στην αισθητική, την ανατομία και την ιστορία της τέχνης.
Ο Σακελλαρίου, πριν από τον πόλεμο το 1940, πήρε μέρος σε πολλές πανελλήνιες εκθέσεις και απέσπασε ενθουσιαστικές κριτικές για τα έργα του («Βοσκός Αρκαδίας», «Αναπαυόμενος Έφηβος», «Κόρη σε ρεμβασμό»). Κατά τη διάρκεια του πολέμου και της Κατοχής, έπαθε ανεπανόρθωτη οικονομική καταστροφή, ενώ το εργαστήρι του και πολλά από τα έργα του καταστράφηκαν με τους βομβαρδισμούς.
Μεταπολεμικά ταξίδεψε στο Παρίσι, τη Ρώμη και τη Φλωρεντία, όπου εξειδικεύτηκε στην οργάνωση μουσειακών εκθέσεων και στις τεχνικές της παντογραφίας και χαλκοχυτικής για τη δημιουργία μεγάλων μνημειακών έργων. Το έργο του εκτίθεται σε δημόσιους χώρους, ιδιωτικές συλλογές και μουσεία στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Ο Σακελλαρίου πέθανε στην Αθήνα στις 15 Μαρτίου 2000, σε ηλικία 84 ετών.
Ο Φάνης Σακελλαρίου είναι από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της μνημειακής γλυπτικής στην Ελλάδα. Τα μνημειακού χαρακτήρα έργα του διακρίνονται για το ρεαλισμό και τη δύναμη έκφρασης. Μεταξύ των πιο αντιπροσωπευτικών έργων της κατηγορίας αυτής είναι:
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ΑΡΚΑΔΙΑΣ
Ξημέρωνε η 4η Φεβρουαρίου του 1843…
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε σε ηλικία 73 ετών.
Η είδηση του θανάτου του βύθισε στη θλίψη τους Έλληνες, που τον αποχαιρέτησαν με συγκίνηση και δέος. Δεν ήταν ένας ακόμη καπετάνιος, αλλά η ίδια η Επανάσταση…. Κάθισε ο γέρος του Μωριά πάνω σ’ ένα κοτρώνι,και αυτά τα λόγια ακούστηκαν απ’ τον Κολοκοτρώνη:
«Δώστε τα χέρια, Έλληνες· τώρα αδελφωθείτε·
τα μίση λησμονήσετε, όλοι σας ενωθείτε·
την ίδια μάνα έχετε, λύση άλλη δεν έχει·
βαθιά μέσα στις φλέβες σας το ίδιο αίμα τρέχει»
4 Φεβ.1843: Θεόδωρος Κολοκοτρώνης-το πέρασμα στην αιωνιότητα
4 Φεβρουαρίου 1843.—Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, επιστρέψας από τον βασιλικόν χορόν εις την οικίαν του, αποθνήσκει περί την 4ην πρωϊνήν από κεραυνοβόλον αποπληξίαν, εις ηλικίαν 73 ετών. Κατά την κηδείαν του Γέρου του Μοριά, συνεκεντρώθησαν πέριξ του φερέτρου του, οι επιφανέστεροι εκ των ηρώων του Αγώνος και πολιτικών της εποχής. Τον επιτάφιον εξεφώνησεν ο ποιητής Παναγιώτης Σούτσος, όστις είπε μεταξύ άλλων : «Ανήρ μέγας ετελεύτησε και ο προσκληθείς να πλέξη τον επιτάφιον στέφανον αυτού ανάγκη να περιλάβη ολόκληρον τον μεγάλον ελληνικόν αγώνα». Εν έτος προ του θανάτου του, ο Γέρος του Μοριά είχε περιέλθει έφιππος πλείστα μέρη της Πελοποννήσου, καθώς και τας νήσους Σπέτσας και Ύδραν, διά να ζητήση συγχώρησιν από εκείνους με τους οποίους είχε έλθει εις ρήξιν κατά την διάρκειαν του Αγώνος.[πιν. του Bonitore, Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο] (από το Ελληνικό Ημερολόγιο)
«Ἐτάφη μέ τήν στολή τοῦ Ἀντιστρατήγου.Στό πλευρό του ἦταν τό Σπαθί,πού εἶχε στήν ἀρχή τῆς Ἐπανάστασης,ὁ Θώρακας,ἡ Περικεφαλαῖα…Ὡς σύμβολο τῆς Αἰώνιας Δόξας τοῦ ἀνυπέρβλητου αὐτοῦ Πολεμιστῆ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΑ ΤΣΑΡΟΥΧΙΑ ΤΟΥ,τοποθετήθηκε ἡ τουρκική σημαία.»
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης δεν πέθανε από εχθρικό βόλι σε κάποια απ’ τις τόσες μάχες που έδωσε. Ούτε στην λαιμητόμο όπου τον είχαν καταδικάσει οι δικαστές της κυβερνήσεως του Κωλέττη, ούτε στο υγρό και σκοτεινό κελί του φρουρίου του Ναυπλίου, όπου πέρασε 6 μήνες φυλακισμένος.
Πέθανε στο σπίτι του στην Αθήνα, ανώδυνα, ειρηνικά και ανεπαίσχυντα, όπως εύχεται ή Εκκλησία μας, από εγκεφαλική συμφόρηση.
Ιδού πώς:
Την βραδιά του θανάτου του ήταν προσκεκλημένος στον Βασιλικό χορό του Παλατιού. Εκεί χόρεψε, έφαγε και ήπιε περισσότερο απ’ ότι συνήθιζε, ευτυχής καθώς ήταν, αφού προ δύο ήμερων είχε παντρέψει το μικρότερο παιδί του, τον Κωνσταντίνο (Κολίνο). Μετά τον χορό γύρισε σπίτι του, το όποιο βρισκόταν πολύ κοντά στα Παλάτι, την σημερινή Βουλή των Ελλήνων.
“Έπαθε αποπληξία (τον βρήκε κόλπος όπως λένε) κατά τον ύπνο, “κατά την 4η ώρα της νύκτας”. Δεν μπορούσε να κουνηθεί ούτε να μιλήσει, και μετά βίας ανέπνεε. Αν και ήρθαν οι καλύτεροι γιατροί της εποχής, δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτε περισσότερο απ’ το να παρατείνουν τις στιγμές του. Τον φλεβοτόμησαν και του έβαλαν βδέλλες (αφαίμαξη), χιόνι στην κεφαλή, καταπλάσματα από σιναπόσπορο στα πόδια.
Η τελευταία του κουβέντα ήταν αυτή προς το παιδί του τον Γενναίο: “σου αφήνω τόσους φίλους, όσα φύλλα έχουν τα κλαριά, και φρόντισε να τους φυλάξεις”.
Πέθανε σε ηλικία 73 ετών, στις 04/02/1843 και “ώρα 11η” πρωινή”.
Όλα τα μαγαζιά και τα εργαστήρια της Αθήνας έκλεισαν και πλήθος κόσμου συνέρεε στο σπίτι του. Οι παλαιοί συναγωνιστές του τον καταφιλούσαν και έκλαιγαν με αναφιλητά. Κηρύχθηκε τριήμερων δημόσιο πένθος.
Τον νεκρό τον έντυσαν με την στολή του Αντιστράτηγου, του έζωσαν τα σπαθί, του φόρεσαν τσαρούχια, τον απίθωσαν στα φέρετρο και έβαλαν κάτω από τα πόδια του μία τουρκική σημαία. Στο ένα του πλάγιο έβαλαν τον ασημένιο του θώρακα, ενώ στο άλλο την περικεφαλαία του και τις σπαλέτες. Στα πόδια του μάλιστα τοποθέτησαν την τούρκικη σημαία. Η πολεμική αυτή εξάρτυση του Κολοκοτρώνη βρίσκεται σήμερα στα Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθηνών, όπου και μεταφέρθηκε, ασφαλώς μετά την εκταφή των οστών με σκοπό την ανακομιδή τους εις την Τρίπολη.
Η πομπή κατέβηκε από την οδό Ερμού, και μπαίνοντας στην οδό Αίολου έφτασε στον ναό της Αγ. Ειρήνης, όπου εψάλη ή νεκρώσιμη ακολουθία. Γύρω από την νεκροφόρα κατά την πορεία της προς την Αγία Ειρήνη ήσαν: Ο πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας Κουντουριώτης, ο Αντιστράτηγος Τσώρτς, ο Υποστράτηγος Τζαβέλλας, ο Υποστράτηγος Γιατράκος, οι Συνταγματάρχες Πλαπούτας και Μακρυγιάννης, οι σύμβουλοι επικρατείας Δεληγιάννης και Παλαμήδης. Επίσης ακολουθούσαν οι επώνυμοι της εποχής και πλήθος κόσμου. Ήταν τόσος ο λαός που όταν ή αρχή της πομπής έμπαινε στην Εκκλησία, ή ουρά της πομπής δεν είχε μπει ακόμα στην αρχή της Έρμου.
Τον επικήδειο λόγο εκφώνησε μία μεγάλη μορφή των γραμμάτων της εποχής, ο εκκλησιαστικός ρήτορας και συγγραφέας Κων. Οικονόμου των έξ Οικονόμων. Έπειτα ή πομπή, περνώντας ξανά από το παλάτι, έφτασε στο Α’ νεκροταφείο.
Τι απέγιναν τα οστά του Κολοκοτρώνη:
Τα οστά του Κολοκοτρώνη βρίσκονται στην Τρίπολη από τις αρχές του αιώνα. Πριν, βρίσκονταν στην Αθήνα στο Α’ Νεκροταφείο, αλλά ο Ελευθέριος Βενιζέλος φρόντισε για την μεταφορά τους στην Τρίπολη (κατόπιν αιτήματος των Αρκάδων), συνοδεύοντας μάλιστα ο ίδιος την μεταφορά τους, αποδίδοντας έτσι τιμή στον ελευθερωτή του Γένους μας. Το 1971 στην πλατεία του Άρεως στην Τρίπολη στήθηκε ανδριάντας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Και από το 1993 τα οστά ευρίσκονται στην βάση του μνημείου αυτού, σε ειδική κρύπτη.
https://lllazaros.wordpress.com/
Η περιπέτεια των οστών του Κολοκοτρώνη
Ο τάφος του Κολοκοτρώνη βρίσκεται στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών, αλλά τα οστά του έχουν μεταφερθεί από το 1930 στην Τρίπολη, από τον ίδιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Δεν υπήρξε Έλληνας που να μη γονατίσει κατά μήκος της διαδρομής των οστών από την Αθήνα στην Τρίπολη. Όλα τα μάτια δάκρυσαν και όλων οι καρδιές χτύπησαν δυνατά. Τα οστά του Κολοκοτρώνη τοποθετήθηκαν σε μια κρύπτη στη βάση του Ηρώου των αγωνιστών του 1821, που βρίσκεται στην πλατεία Άρεως της Τρίπολης. Το σημείο αυτό θεωρείτο ιερό και κάθε χρονιά, ανήμερα της 25ης Μαρτίου, οι κάτοικοι της πόλης κατέθεταν στεφάνια και έκαναν τρισάγια στη μνήμη του Γέρου. Δυστυχώς, όμως, την ιερότητα του χώρου διατάραξαν με βάρβαρο τρόπο οι Ιταλοί κατακτητές το 1942.
Σκόρπισαν τα οστά
«Τη νύχτα της 25ης Μαρτίου του 1942 ακούσαμε δυνατά χτυπήματα στην πόρτα του σπιτιού μας και πεταχτήκαμε από τα κρεβάτια μας. Έξω έπεφτε τρομερή βροχή και αυτό μεγάλωνε την αγωνία μας. Έτρεξα και κοίταξα να δω ποιος είναι. Ήταν ένας υπάλληλος του δημαρχείου, τρομαγμένος και λαχανιασμένος. ‘‘Γιώργο, πες στον κύριο δήμαρχο ότι οι Ιταλοί σπάσανε την κρύπτη που φυλάμε τα κόκκαλα του Κολοκοτρώνη και τα σκόρπισαν στις λάσπες’’, μου είπε με φωνή που έτρεμε. Το σπίτι του ήταν δίπλα στο ηρώο των αγωνιστών του 1821 και είδε με τα μάτια του τη βεβήλωση. Αψήφησε τη νυχτερινή απαγόρευση της κυκλοφορίας, με κίνδυνο της ζωής του, και έτρεξε να το πει στον πατέρα μου».
Ο 13χρονος Γιώργος ήταν γιος του δημάρχου της Τρίπολης Γιάννη Τσουτσάνη, ο οποίος δεν τα πήγαινε καθόλου καλά με την ιταλική φρουρά της πόλης. Εκείνη τη μέρα οι Ιταλοί είχαν εξοργιστεί, επειδή ο δήμαρχος τόλμησε να γιορτάσει την επέτειο της 25ης Μαρτίου, παρά την αυστηρή απαγόρευσή τους. Σε αντίποινα σκόρπισαν τα οστά του Γέρου, που βρίσκονταν στη βάση του ηρώου. Γνώριζαν την ευαισθησία των Τριπολιτσιωτών με τον Κολοκοτρώνη και ήθελαν να τους πληγώσουν στο πιο ευαίσθητο σημείο.
Ο Γιωργάκης δεν περίμενε καν να τελειώσει τη φράση του ο υπάλληλος και έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα του πατέρα του: «Μπαμπά, οι Ιταλοί πέταξαν τα οστά του Γέρου και θα τα φάνε τα σκυλιά». Ο δήμαρχος πετάχτηκε αμέσως όρθιος σαν ελατήριο και έτρεξε να φύγει. «Θάρθω κι εγώ μαζί σου», είπε ο Γιώργος. «Κάτσε, θα κινδυνέψεις», απάντησε ο πατέρας του. Τον παράκουσε, όμως, και έτρεξε από πίσω του. Πήρε κι ένα άδειο τσουβαλάκι από ζάχαρη μαζί του. «Εδώ θα βάλουμε τα κόκκαλα μπαμπά». «Εντάξει. Θα πηγαίνω εγώ μπροστά και εσύ θα πιάνεσαι από το πλατό μου».
Με κίνδυνο της ζωής τους
Το σκοτάδι ήταν απόλυτο και δεν βλέπανε τη μύτη τους. Έκαναν έναν μεγάλο κύκλο ψηλαφίζοντας σαν τυφλοί τα κτίρια, μέχρι να τρυπώσουν στο πάρκο. Δεν υπήρχαν πεζοδρόμια και δεν ξέρανε πού να πατήσουν. Απέφυγαν να βγουν στο ξέφωτο της πλατείας Άρεως και περπατούσανε ανάμεσα στα πυκνά δέντρα που τους έγδερναν. Μόλις φτάσανε στη μαρμάρινη βρύση απέναντι από το ηρώο, ο δήμαρχος σωριάστηκε σχεδόν κάτω, εξαντλημένος και παγωμένος από την άγρια βροχή, που δεν σταμάτησε ούτε λεπτό να πέφτει. Ο Γιωργάκης τότε πετάχτηκε με ένα σάλτο απέναντι στο ηρώο και γονάτισε μέσα στις λάσπες, ψαχουλεύοντας για κάτι σκληρό. Βρήκε 4-5 κόκκαλα και τα έβαλε στο τσουβαλάκι. «Έλα, έλα γρήγορα, θα μας σκοτώσουν», φώναζε ο δήμαρχος με πνιχτή φωνή από απέναντι.
Γύρισαν από τον ίδιο δρόμο και έκρυψαν τα κόκκαλα στο σπίτι τους. Ήταν λασπωμένοι, γδαρμένοι, βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο και "πεθαμένοι" από την κούραση. Όταν ξημέρωσε και επετράπη πάλι η κυκλοφορία, ο Γιώργος ξαναπήγε μόνος του στο ηρώο και περιμάζεψε άλλα 3-4 κοκαλάκια. Αγόρασε, επίσης, από ένα κατάστημα μια κλειδαριά και παρήγγειλε δύο καινούργια πορτάκια, όμοια με εκείνα που έσπασαν οι Ιταλοί στο οστεοφυλάκιο.
Μετά από λίγες μέρες, αφού ο δήμαρχος με τον γιο του έπλυναν και αρωμάτισαν τα κόκαλα του Γέρου, τα μετέφεραν στην κρύπτη τους, την οποία σφράγισαν με τα νέα πορτάκια και την καινούργια κλειδαριά. Στο τέλος, ο Γιώργος έτριψε όλο το μνημείο γύρω γύρω με γυαλόχαρτο και το έκανε να λάμπει. Την επόμενη μέρα οι Ιταλοί απείλησαν τον δήμαρχο ότι θα τον κρεμάσουν στον πλάτανο στην κεντρική πλατεία, αλλά αυτός δεν πτοήθηκε, παρόλο που είχε τέσσερα παιδιά. Ο Ιταλός στρατιωτικός διοικητής, ονομαζόμενος Φεστούτσι, έτρεφε μίσος για τον πατριώτη δήμαρχο και μια άλλη φορά τον είχε χαστουκίσει δημοσίως έξω από το δημαρχείο. Ο δήμαρχος τότε είχε αντιδράσει, λέγοντάς του: «Φεστούτσι, δεν κρίθηκε ακόμα ο πόλεμος και πρόσεξε καλά γιατί προβλέπω ότι θα έρθει η μέρα που θα ζητήσεις άσυλο στο σπίτι μου».
Ο γέρος δεν πέθανε
Ο Γιώργος Τσουτσάνης, που σήμερα είναι 83 χρονών και ακμαιότατος, εξελίχτηκε σε δεινό έμπορο διεθνούς επιπέδου. Ήταν ανήσυχο πνεύμα και ταξίδεψε στις άκρες της γης, όχι μόνο για να παραγγείλει εμπορεύματα, αλλά και για να γνωρίσει τον κόσμο. Στα μακρινά ταξίδια του συνέλεξε σπάνια αντικείμενα και έργα τέχνης, τα οποία εκθέτει δωρεάν σε δικό του εκθεσιακό χώρο στο Λουτράκι Κορινθίας, όπου διαμένει τα τελευταία χρόνια με την οικογένειά του.
Το περιστατικό με τα οστά του Γέρου έχει καρφωθεί ανεξίτηλα στο μυαλό του και δεν το ξεχνάει ποτέ. Ακόμα και σήμερα αναφέρεται στον Κολοκοτρώνη σε ενεστώτα χρόνο, σαν να είναι ζωντανός. Ο Γέρος δεν πέθανε, αλλά κοιμάται στο ηρώο, αν χρειαστεί θα ξυπνήσει και θα ξαναρματωθεί για να μας ξανασώσει. Εφόσον υπάρχει έστω κι ένα κοκαλάκι του εκεί, δεν πρέπει να ανησυχούμε.
ΚΕΙΜΕΝΟ-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣΠΗΓΗ: www.greecewithin.com
Ο Φάνης Σακελλαρίου (Αθήνα 1916 – Αθήνα 2000) ήταν Έλληνας γλύπτης, ο οποίος θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της μνημειακής γλυπτικής στην Ελλάδα του 20ού αιώνα.
Ο Φάνης Σακελλαρίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1916, αλλά καταγόταν από τη Στυμφαλία]. Πήρε τα πρώτα μαθήματα στο εργαστήρι γλυπτικής του Θωμά Θωμόπουλου. Στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, όπου σπούδασε γλυπτική, μαθήτευσε αρχικά στα εργαστήρια του Κώστα Δημητριάδη, ενώ αργότερα παρακολούθησε για ένα διάστημα και μαθήματα ζωγραφικής κοντά στον Κώστα Παρθένη. Έκανε επίσης σπουδές στην αισθητική, την ανατομία και την ιστορία της τέχνης.
Ο Σακελλαρίου, πριν από τον πόλεμο το 1940, πήρε μέρος σε πολλές πανελλήνιες εκθέσεις και απέσπασε ενθουσιαστικές κριτικές για τα έργα του («Βοσκός Αρκαδίας», «Αναπαυόμενος Έφηβος», «Κόρη σε ρεμβασμό»). Κατά τη διάρκεια του πολέμου και της Κατοχής, έπαθε ανεπανόρθωτη οικονομική καταστροφή, ενώ το εργαστήρι του και πολλά από τα έργα του καταστράφηκαν με τους βομβαρδισμούς.
Μεταπολεμικά ταξίδεψε στο Παρίσι, τη Ρώμη και τη Φλωρεντία, όπου εξειδικεύτηκε στην οργάνωση μουσειακών εκθέσεων και στις τεχνικές της παντογραφίας και χαλκοχυτικής για τη δημιουργία μεγάλων μνημειακών έργων. Το έργο του εκτίθεται σε δημόσιους χώρους, ιδιωτικές συλλογές και μουσεία στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Ο Σακελλαρίου πέθανε στην Αθήνα στις 15 Μαρτίου 2000, σε ηλικία 84 ετών.
Ο Φάνης Σακελλαρίου είναι από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της μνημειακής γλυπτικής στην Ελλάδα. Τα μνημειακού χαρακτήρα έργα του διακρίνονται για το ρεαλισμό και τη δύναμη έκφρασης. Μεταξύ των πιο αντιπροσωπευτικών έργων της κατηγορίας αυτής είναι:
- Έφιππος ανδριάντας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ύψους 12 μ., στην Πλατεία Άρεως, Τρίπολη Αρκαδίας.
- Ο Νικηταράς, ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ύψους 11.50 μ., στην Κλεισούρα, κοντά στο Χιλιομόδι.
- Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός (1991), ορειχάλκινος ανδριάντας ύψους 4 μ., στην Πλατεία Μητροπόλεως, Αθήνα.
- Ο Παπαδημήτρης, ήρωας του 1821, στα Μακρίσια Ολυμπίας.
- Μνημείο Άγνωστου Στρατιώτη της Ιορδανίας, Αμμάν (Α΄ Βραβείο Διεθνούς Διαγωνισμού).
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A6%CE%AC%CE%BD%CE%B7%CF%82_%CE%A3%CE%B1%CE%BA%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%BF%CF%85
ΤΑ ΟΣΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ
ΤΟΠΟΘΕΤΗΘΗΚΑΝ ΤΗΝ 25η ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 1993 ΕΠΙ ΔΗΜΑΡΧΙΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΩΝ ΟΣΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟ Α' ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΗΝ ΤΡΙΠΟΛΗ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΑΡΧΙΕΡΕΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΚΡΙΤΩΝ ΕΓΙΝΕ ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΑΡΚΑΔΩΝ ΤΗΝ 12η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 1930 ΕΠΙ ΔΗΜΑΡΧΙΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΕΤΡΙΝΟΥ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗ ΣΥΝΟΔΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΝΑ ΤΟΠΟΘΕΤΗΘΟΥΝ ΟΡΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟ ΒΑΘΡΟ ΤΟΥ ΑΝΔΡΙΑΝΤΑ ΠΟΥ ΕΠΡΟΚΕΙΤΟ ΝΑ ΑΝΕΓΕΡΘΗ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου