Ⅰ) Σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιεύματα του έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου [1] το τελευταίο χρονικό διάστημα παρατηρείται ένα κύμα αθρόων παραιτήσεων νεαρών στρατιωτικών κυρίως πρωτοετών μαθητών (νεοεισαχθέντων) στις παραγωγικές σχολές αξιωματικών και υπαξιωματικών των ενόπλων δυνάμεων και μάλιστα σε ποσοστό που καλύπτει το ένα τέταρτο του συνόλου των εισαχθέντων. Πρόκειται για γεγονός που ξενίζει τους παρατηρητές του αλλά και την κυβέρνηση και, ειδικότερα, το αρμόδιο υπουργείο εθνικής άμυνας. Η κρατούσα ερμηνευτική εκδοχή του φαινομένου εξαντλείται, αυτάρεσκα και επιπόλαια, στις όχι υψηλές χρηματικές απολαβές των στρατιωτικών που στοχοποιούνται ως ο κύριος, ο δεσπόζων λόγος που ωθεί σε παραίτηση νεαρούς στρατιωτικούς, μελλοντικά «στελέχη» των ενόπλων δυνάμεων. Δίπλα στην προρρηθείσα αιτία αναφέρονται, τελείως παρεμπιπτόντως, ως δευτερεύουσες αιτίες του φαινομένου, τα «καψόνια», οι κακές κτηριακές εγκαταστάσεις, η πίεση της οργανωμένης συμβίωσης με τους εξυπακουόμενους περιορισμούς της και άλλα σχετικά. Η κυβέρνηση έσπευσε να εξαγγείλει μια σημαντική αύξηση στις χρηματικές μηνιαίες αποζημιώσεις των μαθητών των στρατιωτικών σχολών ως αντίδραση στο παρατηρηθέν κύμα φυγής τους και, κατόπιν τούτου, εφησύχασε. Το ίδιο φαίνεται να έπραξαν και οι δημοσιογραφούντες υπάλληλοι που είχαν προγενέστερα θίξει το φαινόμενο. Εφησυχασμός συνοδευόμενος από έναν αυτονόητο αναστεναγμό ανακούφισης. Πρόκειται για ισχνή κατανόηση του θέματος. Δεχόμαστε πως οι οικονομικές απολαβές παίζουν ενεργό ρόλο στην προσωπική και υπηρεσιακή επιλογή των νεαρών στρατιωτικών, αλλά σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν τον δεσπόζοντα, πολλώ δε μάλλον, τον αποκλειστικό λόγο της μη αναμενόμενης και εσπευσμένης αποχώρησής τους από την στρατιωτική σχολή στην οποία εισήλθαν με σύντονη καταβολή πνευματικών και ψυχικών προσπαθειών. Κάτι άλλο τους εξώθησε να εγκαταλείψουν τάχιστα το επάγγελμα που πριν από λίγο είχαν σπεύσει να εναγκαλισθούν γεμάτοι προσδοκίες, ελπίδες και μιαν υποβόσκουσα περηφάνεια και αυταρέσκεια!  Ας δούμε το ζήτημα προσεκτικότερα.

 

Ⅱ) Τα όσα πρόκειται να αναφέρω πιο κάτω συναποτελούν προσωπικές μου εμπειρίες πάνω στις οποίες εδράζονται σχηματισθείσες αντιλήψεις, αναφυείσες αγωνίες, αισθήματα αηδίας, αποστροφής και αποτροπιαστικές εικόνες που σκοτείνιασαν τον ψυχικό μου κόσμο. Θα πρέπει, όμως, πρώτα να παραθέσω δυο διασαφήσεις-επεξηγήσεις που τις θεωρώ απαραίτητες για την πληρέστερη νοητική σύλληψη του παρόντος κειμένου μου.  Α) Ό,τι συνέβη σε μένα πριν πολλά χρόνια δεν αποτελεί απλώς ένα ατομικό περιστατικό το οποίο σαν τέτοιο δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία. Αποτελεί ταυτόχρονα ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, ένα τυπικό δείγμα, μιας γενικότερης πολιτικής και πρακτικής που στρεφόταν και εναντίον πολλών άλλων και, κατά πως φαίνεται, εξακολουθεί και σήμερα να επαναλαμβάνεται ίσως όχι αυτούσια αλλά, στην δομή της και την συλλογιστική της, προφανώς ίδια!   Β) Θα μπορούσε να διερωτηθεί κάποιος: Και γιατί να ενδιαφερθούμε εμείς και, μάλιστα. μετά παρέλευση τόσων χρόνων για την υποκειμενική εμπειρία ενός δεκαοκτάχρονου; Δεν είναι θέμα υποκειμενικής εκτίμησης;  Αλλιώς τα είδε ο ένας, αλλιώς ο άλλος! Είναι θέμα ερμηνείας. Ωστόσο, οι διάφοροι τρόποι μέσω των οποίων ο εξωτερικός κόσμος γίνεται υποκειμενική εμπειρία δεν είναι μήπως μια σημαντική πτυχή της πραγματικότητας; Η πραγματικότητα περιορίζεται  μόνο σ ’αυτά που κάνουν οι άνθρωποι; Δεν εμπεριέχει κι αυτά που ονειρεύονται, υποπτεύονται ή αισθάνονται έστω ως μη υπαρκτά ακόμη ή ως υπαρκτά μόνο κατά τρόπο αόρατο; Η συναίσθηση του ανθρώπου και η ενίοτε σημαντική διαισθητική προσέγγισή του δεν εμπεριέχεται άραγε στην πραγματικότητα; [2] Σαφώς και ναι !

Ο Γκέοργκ Λούκατς συμφωνεί πως η σκέψη και η συναίσθηση του ανθρώπου αναπτύσσονται μέσα από την κοινωνική ύπαρξη τούτου, πως οι εμπειρίες και τα συναισθήματά του αποτελούν μέρη ενός συνολικού συμπλέγματος της πραγματικότητας [3]. Και δικαίως. Εξ άλλου, ο Ε. Ρ. Thomρson στο μεγάλο έργο αναφοράς του για την συγκρότηση της αγγλικής εργατικής τάξης επισημαίνει και επιμένει στο ότι «οι αξίες δεν είναι ̏αστάθμητοι παράγοντες„ τους οποίους  ο ιστορικός μπορεί με ασφάλεια να προσπεράσει υπό το πρόσχημα ότι εφόσον δεν επιδέχονται μέτρηση, κάθε πιθανή γνώμη είναι έγκυρη. Συνιστούν, αντιθέτως, τις παραμέτρους της ανθρώπινης ικανοποίησης και της πορείας της κοινωνικής αλλαγής» [4]. Την σκέψη του αυτήν ο Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης την εξειδικεύει επιτυχώς λέγοντας πως δεν είναι σωστό να αγνοούμε την ανθρώπινη εμπειρία όπως αυτή διερμηνεύεται με διαύλους την συνείδηση και την πολιτισμική έκφραση, ως παράγοντα του κοινωνικού γίγνεσθαι. Και καταλήγει πως η συγκινησιακή και ηθική επίγνωση του ανθρώπου πρέπει να αποκατασταθεί ως στοιχείο της κοινωνικής ολότητας [5]. Επομένως: οι εμπειρίες και τα συναισθήματα του ανθρώπου, οι αξίες του, οι προσδοκίες του, οι αγωνίες του, τα όνειρά του και οι φόβοι του,  συναποτελούν στοιχείο της κοινωνικής ολότητας, παράγοντα του κοινωνικού γίγνεσθαι.

 

Ⅲ) Το 1971 μόλις είχα αποφοιτήσει απ’ το εξατάξιο επαρχιακό Γυμνάσιο της ιδιαίτερης πατρίδας μου. Λίγο ενωρίτερα, ο τότε νομάρχης- απόστρατος αξιωματικός διορισμένος από την φασιστική χούντα νομάρχης- προέτρεπε τους πάμπτωχους τελειόφοιτους του Γυμνασίου μας, μεταξύ αυτών και εμένα, να εισαχθούμε σε σχολή αξιωματικών όπου θα είχαμε «δωρεάν φοίτηση και εξαίρετο επαγγελματικό μέλλον». Είχα την φαεινή έμπνευση να συμμετάσχω στις εξετάσεις και την ικανότητα να περάσω. Κατατάχθηκα στις 11-10-1971 μεσούσης της φασιστικής Χούντας. Επρόκειτο για ολότελα τραυματική εμπειρία που με συγκλόνισε σύγκορμα, όργωσε το μυαλό μου και την ψυχή μου. Με άφησε άναυδο η πρόδηλη εσωτερική κενότητα των «εκπαιδευτών» μας, μαθητών της διοικούσας (έκτης) τάξης της Σχολής μας. Οι νέοι εκείνοι άνθρωποι μόλις κατά έξι, επτά χρόνια μεγαλύτεροι των νεοεισαχθέντων δεκαοκτάχρονων μαθητών, διακρίνονταν, οι περισσότεροι, από σύγχυση όλων των ηθικών ενστίκτων, από ένα διεστραμμένο μείγμα έλλειψης νοημοσύνης και πολιτισμικού επιπέδου, χυδαιότητας, μικροπρεπούς, απωθητικής πονηριάς και, φυσικά, αδίστακτης κτηνωδίας. Λόγω της ήδη πεντάχρονης υπηρεσιακής καταπόνησής τους είχαν, οι περισσότεροι, ήδη εκφυλιστεί. Η συστηματική παντελής έλλειψη ελευθερίας και δημοκρατίας μετέτρεψε αθόρυβα τους χαρακτήρες τους σε προσωπεία αυτού που κάποτε ήσαν. Ήταν ολοφάνερο ότι είχαν προ πολλού απωλέσει και την παραμικρή αίσθηση του άνοστου, την όποια ανθρώπινη ικανότητα να αηδιάζουν. Αντικρύζοντάς τους είχες την αίσθηση, αλλά και την πεποίθηση, ότι διαβιούσαν υπό καθεστώς επιβεβλημένης ακουσίως μοναστικής απομάκρυνσης απ’ το ανθρώπινο γίγνεσθαι. Θαρρείς και ήσαν διαρκώς μεθυσμένοι απ’ την «επαναστατική» δημαγωγία της φασιστικής Χούντας παραπατώντας με τη νόηση, που τους απέμεινε, σε συσκότιση και τη βούλησή τους υπό διάλυση. Η «εκπαιδευτική» συμπεριφορά τους ήταν συνυφασμένη με την βαναυσότητα, την βία, την ταπείνωση, την κατάχρηση και τούτο επειδή γνώριζαν καλά πως ό, τι και να κάνουν θα μείνουν ατιμώρητοι. Απολάμβαναν κυνικά και σαρκαστικά το γεγονός ότι οι «διοικούμενοι», δηλαδή εμείς οι δεκαοκτάχρονοι πρωτοετείς μαθητές, ήμασταν εξαρτώμενοι από την ξένη βούληση, την δική τους αυθαίρετη βούληση. Αισθάνονταν άξιοι γιοι της «εθνικής επαναστάσεως» και έβλεπαν τους εαυτούς τους σαν θεούς απέναντι στους «διοικουμένους», κατόχους απεριόριστης εξουσίας που την απολάμβαναν με απολαυστική μοχθηρία. Ούτε λίγο ούτε πολύ, έκαστος τούτων πίστευε στα σοβαρά « Ώσπερ θεόν εν άνθρώποις εικός είναι τον τοιούτον». Μετά ταύτα, το συμπέρασμα συνάγεται μόνο του: «Κατά δε των τοιούτων ουκ έστι νόμος, αυτοί γαρ είσι νόμος και γελοίος αν είη νομοθετείν τις πειρώμενος κατ’ αυτών» [6] Πίστευαν πως ήσαν το παν, πως συγκροτούν, με την απλή παρουσία τους και την κλινικότροπη συμπεριφορά τους την ordo ordinans (τακτοποιούσα τάξη) απ’ την οποία εκπορεύεται η ordo ordinatus (τακτοποιημένη τάξη). Τα πρόσωπά τους τα διέκρινε, ιδίως κατά τις μεταμεσονύκτιες «καταδρομικές» εισβολές τους στον ήδη ταραγμένο ύπνο μας, μια σκοτεινή, σαδιστική δίψα δηλωτική μιας διαφαινόμενης ψυχικής μετατόπισης απ’ το φυσιολογικό. Δεν μιλούσαν, ούτε καν κραύγαζαν, γρύλλιζαν. Ο χλευασμός τους και η ταπείνωση που μας επέβαλαν ήταν γι’ αυτούς το ηθικό μέτρο για την επιτυχή σταδιοδρομία τους και για την τόνωση του ψυχισμού τους. Πίστευαν ή καμώνονταν ψυχαναγκαστικά πως πίστευαν, στην οιστρήλατη ψευδολογία της φασιστικής Χούντας. Ζώντας χρόνια ολόκληρα υπό αυστηρό καθεστώς ανελευθερίας, έμαθαν να ζουν με ψέματα: να λένε το αντίθετο από αυτό που σκέπτονταν, να λένε μόνο ψέματα ως και στον ίδιο τους τον εαυτό, κι αυτό είναι ανυπόφορα δύσκολο, πολύ πιο δύσκολο από το να λες την αλήθεια. Γι’ αυτό και ο ψυχισμός τους εμφάνιζε αισθητές ρωγμές [7].

 

Ⅳ)    Κάπως έτσι ήσαν οι «εκπαιδευτές» μας. Τελικά, εις τί συνίστατο η διαβόητη «εκπαίδευσή» τους και πού αποσκοπούσε;

Πριν απ’ όλα θα πρέπει να διευκρινίσουμε κάτι σημαντικό που σχετίζεται άμεσα με όλες τις νοητικές συνεκδοχές της «εκπαίδευσης»: η «εκπαίδευσή» τους αποτελούσε ένα διάτρητο πρόσχημα που τους διευκόλυνε καθοριστικά στο να διοχετεύουν «νομιμοφρόνως» την επιπολάζουσα σαδιστική τους μανία πάνω στα ανυπεράσπιστα σώματα δεκαοκτάχρονων νεαρών. Αυτός ήταν ο κρυφός, ανομολόγητος μεν, πραγματικός δε, λόγος της «εκπαιδευτικής» τους δραστηριότητας. Επρόκειτο για επιτηδευμένη εκδοχή των βασανιστηρίων! Διαφορετικά, τί είδους «εκπαίδευση» είναι αυτή, χάριν της οποίας ο «εκπαιδευτής» σου ξεριζώνει μισή χούφτα τρίχες απ’ το τριχωτό του στήθους σου και, μάλιστα, συχνά- πυκνά, ενίοτε δε, και καθ’ εκάστην πρωίαν; Η βίαιη αποτρίχωση του στήθους δεν αποτελούσε- τότε τουλάχιστον- ένδειξη τετελεσμένης άμα τε και επιτυχούς «στρατιωτικοποίησης». Έδινε, όμως, στον «εκπαιδευτή» σου την δυνατότητα να ρουφά άπληστα, με το αλλόφρον βλέμμα του, τον πόνο που ζωγραφιζότανε στο πρόσωπό σου την στιγμή της «εκπαιδευτικής» δραστηριότητάς του. Τον απολάμβανε, ζούσε απ’ την ταπείνωση και τον πόνο που σου προξενούσε, ένοιωθε περήφανος, αποκτούσε υψηλόν βαθμόν αυτοεκτίμησης γιατί πίστευε ότι έτσι έβλεπε, επιτέλους, την εικόνα που ήθελε να έχει για τον εαυτό του. Κι ας ήταν πολύ βραχύσωμος, κι ας ζύγιζε πενήντα κιλά, ενώ ο «εκπαιδευόμενός» του ήταν μεγαλόσωμος και πολύ γεροδεμένος. Ίσως, πρωτίστως γι’ αυτό! Τι είδους, άραγε, μεθοδολογική «εκπαιδευτική» προσέγγιση εξυπηρετεί το άγριο γρύλλισμα, εν επαφή με το αυτί σου που καταλήγει, φευ, στο δυνατό δάγκωμα του αυτιού σου; Η κατά την τότε φασιστική ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων «στρατιωτικοποίηση» ήταν συμβατή, άραγε, με επιχειρούμενες ακρωτηριάσεις; Τελικά εις τί συνίστατο αυτή η διαβόητη «στρατιωτικοποίηση» χάριν της οποίας οι διάδρομοι των θαλάμων, ιδίως τις μεταμεσονύκτιες ώρες, μετατρέπονταν σε αντηχείο γρυλλισμάτων και ανταλλαγής οιμωγών; Στόχος ήταν η ολοσχερής συντριβή της ατομικότητας, η κατεδάφιση και του τελευταίου ίχνους ανθρώπινης αξιοπρέπειας · η μεταμόρφωσή σου  από ανθρώπινο ον σε μια απλή βιολογική μονάδα χωρίς ηθικό χαρακτήρα · η υγεία σου, η σωματική σου ακεραιότητα, ο ψυχισμός σου, ο χαρακτήρας σου, η σωματική σου ρώμη, ολόκληρη η ζωή σου είναι δέσμια στην υπηρεσία της ιεραρχίας. Εσύ δεν είσαι τίποτε, ειμή μόνον ένα ταπεινό μέσο προς επίτευξη του σκοπού που δεν είναι άλλος απ’ την ισχυροποίηση και παγιοποίηση της στρατιωτικής ιεραρχίας η οποία εμφανίζεται ως απαραίτητη και γι’ αυτό αναπαράγει πολλαπλασιαστικά, με τους «εκπαιδευτές» της, τους ίδιους τους όρους της αναγκαιότητάς της. Χάριν της επίτευξης του σκοπού τούτου, πρέπει να βασιλεύει «τάξη» παντού, στην κοινωνία και στο στράτευμα, όπως και στις ανθρώπινες ψυχές· πρέπει να εξαφανιστούν οι ατομικές διαφοροποιήσεις, να προγραφούν οι ιδιοτυπίες, να καταστεί δυνατόν να σκέφτονται όλοι κατά τον ίδιο τρόπο για όλα τα πράγματα. Η ελευθερία είναι η αιτία κάθε κακού, γι’ αυτό και καταστέλλεται αμείλικτα· κάθε προσωπικό στοιχείο πρέπει να εξουδετερωθεί. Όλως τυχαίως αυτά δίδασκε και ο Πλάτων με τις βαθύτατα αντιδημοκρατικές ιδέες του [8] Επιβεβλημένο είναι να αποκλεισθεί, απ’ την ζωή των νεαρών στρατιωτικών (και όχι μόνον) κάθε προσωπικό, ατομικό, ιδιωτικό στοιχείο· ακόμη και τα πράγματα εκείνα που είναι ιδιωτικά εκ φύσεως όπως τα μάτια, τα αυτιά και τα χέρια όλων θα πρέπει να βλέπουν, να ακούν και να πράττουν τα ίδια έτσι ώστε όλοι να χαίρονται και να λυπούνται με τις ίδιες αιτίες και αφορμές επαινώντας έτσι και ψέγοντας όσο το δυνατόν πιο ομόφωνα. Δεν επιτρέπεται η ανομοιογένεια των αξιολογικών αντιδράσεων· όχι, λοιπόν, στην ιδιωτικοποίηση των συναισθημάτων γι’ αυτό και θα πρέπει να περιορισθεί η προσωπική ελευθερία στο πιο βαθύ της επίπεδο, δηλαδή να περιοριστεί η ελευθερία να αισθάνεται κανείς οτιδήποτε θελήσει να αισθάνεται. Κάθε στοιχείο της συμπεριφοράς του πολίτη, πολλώ δε μάλλον,  του στρατιωτικού, πρέπει να ρυθμίζεται από τους άρχοντες, δηλαδή την ιεραρχία, το κράτος [9] Τέλος, ας παραθέσουμε το ακόλουθο διαβόητο χωρίο του Πλάτωνα (Νόμοι 942 α-b): «Το σημαντικότερο όμως πράγμα είναι ότι κανείς ποτέ, άνδρας ή γυναίκα, δεν πρέπει να μείνει δίχως αρχηγό  («άναρχος») και ότι κανείς δεν πρέπει να έχει την ψυχική συνήθεια να ενεργεί από μόνος του, ούτε στα σοβαρά, ούτε αστειευόμενος, αλλά και στον πόλεμο και στην ειρήνη γενικά πρέπει να ζει κοιτάζοντας συνεχώς τον αρχηγό του, και να τον ακολουθεί και να καθοδηγείται απ’ αυτόν ακόμη και στις μικρότερες ενέργειες…με μια λέξη πρέπει να διδάξουμε την ψυχή μας ούτε καν να σκέφτεται να ενεργεί ατομικά ούτε να ξέρει πώς να το πράττει» [10] Ιδού τί σημαίνει, τελικά, «στρατιωτικοποίηση» dans le sens le plus strict du terme!  Οι νεαροί στρατιωτικοί προετοιμάζονταν για το «υψηλό τους αξίωμα» μ’ έναν ειδικό τρόπο πειθαρχίας έτσι σχεδιασμένης που να επιφέρει αλλαγές σ’ ολόκληρη την ψυχική τους δομή [11]. Σιγά-σιγά οι «εκπαιδευόμενοι» συγκατατίθενταν στην ιδέα ότι «έτσι πρέπει να γίνεται, αυτό είναι το σωστό» έστω κι αν η κρίση τους αυτή συνοδευότανε μ’ ένα χαζόγελο δυσπιστίας, κρυμμένου θυμού, καταπιεσμένης οργής. Η ζωή τους ολόκληρη όδευε, πλέον, σ’ έναν πνευματικό μαρασμό, ήταν ένα αντικείμενο μιας απελπισμένης λαχτάρας. Οι ίδιοι έγιναν τελικώς μέσα επιτέλεσης ενός σκοπού, έναντι μιας γλίσχρας απολαβής. Ο Καντ στις «θεμελιώδεις αρχές της μεταφυσικής των ηθών» του τόνιζε ευδιάκριτα τούτο: «Να ενεργείς πάντοτε με τέτοιον τρόπο ώστε να μεταχειρίζεσαι την ανθρωπότητα είτε στο ίδιο σου το πρόσωπο είτε στο πρόσωπο κάποιου άλλου, συνάμα ως ένα σκοπό, ποτέ απλώς ως ένα μέσον» [12]. Παράλληλα, ο Ρουσσώ, στις τελευταίες σελίδες της Νέας Ελοΐζας  βάζει την μαντάμ ντε Βολμάρ να διατυπώνει το αξίωμα: «ο άνθρωπος είναι πολύ υψηλή ύπαρξη για να χρησιμεύει απλώς ως το όργανο των άλλων και δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε ό,τι τους βολεύει δίχως να λογαριάζεται και η δική του ικανοποίηση… Δεν είναι ποτέ σωστό να βλάπτεις μιαν ανθρώπινη ψυχή προς όφελος των άλλων» [13].

 

Ⅴ)   Πιο πάνω υπαινιχθήκαμε πως δεν ήσαν όλοι οι εκτοετείς της διοικούσας τάξης άνθρωποι που διακρίνονταν από την παρεκκλίνουσα συμπεριφορά τους και την σύγχυση των ηθικών ενστίκτων τους. Υπήρχαν και άνθρωποι που τους διέκρινε μια στοιχειώδης αξιοπρέπεια και ένας αυτοσεβασμός, τόσο, μα τόσο, επιθυμητός εκεί μέσα. Ωστόσο αυτοί οι άνθρωποι βρισκόντουσαν στο περιθώριο των «δρώμενων» στην «εκπαιδευτική» διαδικασία. Θαρρείς και διαβιούσαν λάθρα εντός της Σχολής. Σε κάθε περίπτωση δεν ήσαν εκείνοι που έδιναν τον τόνο στο «εκπαιδευτικό» γίγνεσθαι, στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε.  Εκείνοι που ήσαν πρωταγωνιστές σ ’αυτό ήσαν οι άλλοι οι εμφανίζοντες ολοφάνερα αδιαμφισβήτητες ενδείξεις παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς.  Γι’ αυτούς τους «ήρωες» ο χώρος της στρατιωτικής Σχολής Αξιωματικών ήταν, την δεδομένη στιγμή, προνομιακός χώρος «δράσης», μια και θεωρούσαν- και δικαίως- τους εαυτούς τους προικισμένους με ανεξάντλητες δυνατότητες υπηρεσιακής και νοσηρής προσωπικής αυτοέκφρασης εις βάρος των στερούμενων οποιασδήποτε νομικής εγγύησης δεκαοκτάχρονων νεοεισαχθέντων μαθητών. Τούτο δεν ήταν τυχαίο, δεν το διέκρινε κάποια συγκυρία. Γενικά σε χώρους που διαβιούν εξαναγκασμένα άνθρωποι με μειωμένα δικαιώματα και αυστηρούς κανόνες, όπως είναι διάφορα σωφρονιστικά ιδρύματα, στρατόπεδα και δη στρατιωτικές σχολές όπου συχνάζουν σχεδόν αποκλειστικά νέοι άνθρωποι, οι εμφανίζοντες παρεκκλίνουσα συμπεριφορά είναι εκείνοι που επιβάλλουν τα «ήθη» τους, τους «κανόνες» τους, το εσωτερικό καθεστώς τους αρκεί, βέβαια, να έχουν την συγκατάθεση ή έστω την ουσιαστική ανοχή της διοίκησης, την οποία και συνηθέστατα έχουν! Ο Τόμας Μαν γράφοντας το σατιρικό του έργο «οι Εξομολογήσεις του απατεώνα Φέλιξ Κρουλ» χρησιμοποιεί ως υλικό του την σύγχρονη -τότε- αστική κοινωνία. Το συμπέρασμά του; Μόνο ο απατεώνας μπορεί σήμερα να φτάσει στην αυταρέσκεια της προσωπικότητάς του, μέσα στον κόσμο της παρακμασμένης αστικής τάξης. Μόνο στον χώρο αυτής της παρακμασμένης αστικής τάξης μπορεί ο απατεώνας να επιβάλλει στην ζωή την εικόνα που έχει ο ίδιος για τον εαυτό του. Στο αυτό συμπέρασμα καταλήγει και ο Γκέοργκ Λούκατς προβαίνοντας στην βιβλιοκριτική παρουσίαση του αντίστοιχου βιβλίου στην οικεία θέση [14]. Στην προκειμένη περίπτωση ο απατεώνας, δηλαδή ο εγκληματίας του κοινού ποινικού δικαίου, είναι αυτός που χρησιμοποιεί ως προνομιακό του χώρο, την συγκεκριμένη κοινωνική δομή, η οποία του προσφέρεται ως προνομιακός χώρος δράσης. Αυτό το συλλογιστικό σχήμα μπορεί να καλύπτει και άλλες, απείρως εφιαλτικότερες, εκδοχές πραγματικότητας. Λ.χ. στα σταλινικά στρατόπεδα συγκέντρωσης οι κατάδικοι του κοινού ποινικού δικαίου δεν ανησυχούσαν διόλου τις αρχές· δεν τους αντιμετώπιζαν ως απειλή, ως εχθρική δύναμη αλλά, τουναντίον, ως επιθυμητή ενίσχυση της δικής τους κρατικής δύναμης εναντίον των πολιτικών κρατουμένων οι οποίοι ήσαν τα θηράματα των κακούργων που τους δολοφονούσαν ατιμώρητα [15]. Ποιος, άραγε, άνθρωπος με στοιχειώδη αυτοσεβασμό, έστω ένστολος, θα διέτασσε δεκαοκτάχρονους μαθητές στρατιωτικής Σχολής Αξιωματικών, σχεδόν τελείως άυπνους και με εμφανή σημάδια κατάπτωσης να μαζεύουν με τα χέρια μία προς μία πευκοβελόνες ή φύλλα ευκαλύπτου δήθεν για ευπρεπισμό του περιβάλλοντος χώρου; Ο οιοσδήποτε αντιλαμβάνεται τάχιστα και ευχερώς ότι επρόκειτο για μέτρο ταπείνωσης λόγω του αυτόδηλου χλευαστικού και δουλικού του χαρακτήρα. Εκείνος ο «εκπαιδευτής» εκτοετής που μετά από λίγους μήνες θα γινότανε αξιωματικός και γιατρός, ήξερε καλά, αισθανότανε ότι η ανθρώπινη ταπείνωση δεν έχει όρια και την διαπίστωση αυτήν την συνδύαζε με την πεποίθησή του ότι ο ίδιος είναι ο απόλυτος εξουσιαστής των ψυχών μας, των καρδιών μας και των σωμάτων μας. Ήξερε καλά πως η χλευαστική διαταγή του δεν χρειάζεται να εξηγηθεί, να αιτιολογηθεί. Η διαταγή αυτή καθαυτή είναι αρκετή, η εξουσία του ήταν αυτοσκοπός του φορέα της, δηλαδή του ίδιου [16].  Μερικοί συμμαθητές μου δάκρυζαν όντες σκυφτοί και σιωπηλοί σ’ αυτήν την υβριστική αγγαρεία ακραίου χλευαστικού χαρακτήρα. Σχεδόν πέντε δεκαετίες αργότερα διάβαζα το αξιόλογο βιβλίο του Mark Μazower με τίτλο Όσα δεν είπες σε μτφρ. Παλμύρας Ισμυρίδου, Άγρα, Αθήνα, 2017. Όταν έφθασα στην σελίδα 128 διάβασα το ακόλουθο χωρίο: «Στο Γκρότνο (πόλη της Λιθουανίας) ο αρχηγός της Γκεστάπο είχε αναγκάσει τον επικεφαλής του εβραϊκού συμβουλίου να φορέσει φράκο και ψηλό καπέλο, και εν συνεχεία τον περιέφερε στους δρόμους καθισμένο πάνω σ’ ένα βαρέλι με περιττώματα. Είχε υποχρεώσει τους γέροντες της πόλης να καθαρίσουν το χιόνι με κουταλάκια του γλυκού». Προφανέστατα ο εκχιονισμός της πόλης δεν ήταν εκείνο που τον ενδιέφερε! Αμφότεροι οι στρατιωτικοί μας εμφανίζουν συλλογιστικήν εγγύτητα στις δραστηριότητές τους παρ’ όλη την γεωγραφική και χρονική απόσταση που τους χωρίζει. Τους ομαδοποιεί, ίσως- ίσως τους ενοποιεί, η δυσώδης ιδεολογική κουρελαρία που τους διακατέχει αμφότερους, τους κυριαρχεί το χυδαίο. Την εσωτερική σιγουριά τους δεν μπόρεσαν να την κερδίσουν «εν ελευθερία», αλλά όπως-όπως γι’ αυτό και ξεπούλησαν την «ιστορική» τους υπόσταση στην «βιολογική» τους υπόσταση, η οποία μειώνει, εξαφανίζει την ανθρωπιά τους. Εξάλλου, η εξουσία γενικά και η δική τους εξουσία ειδικότερα δεν είναι ποτέ παράνομη. «Τίποτα απ’ όσα ο κυρίαρχος μπορεί να κάνει στον πολίτη δεν μπορεί να ονομαστεί αδικία» λέει ο Χομπς στον Λεβιάθαν του [17]

 

ⅵ)  Ανακύπτει το ερώτημα: Γιατί εκείνοι οι νεαροί στρατιωτικοί, οι οποίοι δεν ήσαν άνοες, αγράμματοι ΕΣΑτζήδες με γροθιά, ογκοδέστερη του εγκεφάλου τους, αλλά, εντός ολίγου, γιατροί και αξιωματικοί, ήσαν ψυχικά αποστασιοποιημένοι  από τον ανθρώπινο πόνο που τον προξενούσαν οι ίδιοι σε δεκαοκτάχρονους  συναδέλφους τους που δεν τους είχαν κάνει τίποτε κακό; Τί τους ωθούσε σ’ αυτήν την αποκρουστική συμπεριφορά; Ζούσαν σε μιαν ατμόσφαιρα μεθυσμένη από ονειροφαντασίες αποσύνθεσης. Ήταν εποχή ηθικής καταβαράθρωσης όπου επικρατούσε η σύγχυση και αντιστροφή αξιών, η οιστρήλατη χουντική ψευδολογία ήταν κυρίαρχη, ενώ αληθινή ήταν μόνο η ανθρώπινη χυδαιότητα. Ήταν ένας κόσμος παραδομένος στο παράλογο, στην αυταρχική αδικία, στην ανελευθερία και στο ψεύδος. Τους ιστορικούς τους απασχόλησε το ακόλουθο ερώτημα: Γιατί στην αρχαία Ρώμη τα αιματηρά «αθλήματα- θεάματα» ήσαν τόσο δημοφιλή; Τί τα κρατούσε στην πρώτη γραμμή της δημοσιότητας; Ας αναφέρουμε παρεμπιπτόντως ότι ο Τραϊανός λ.χ. γιόρτασε την κατάκτηση της Δακίας (Ρουμανίας) με περισσότερες από είκοσι εβδομάδες αιματηρών αθλημάτων, παρουσιάζοντας περισσότερα από 5.500 ζεύγη μονομάχων και σκοτώνοντας περισσότερα από 11.000 ζώα. Οι θεατές είχαν εξοικειωθεί με την βαναυσότητα, την οποία θεώρησαν καθόλα φυσιολογική. Εκ των πραγμάτων παρωθήθηκαν στη γενικευμένη εκβαναύσωση των ηθών. Δεν ήταν μόνο ο σαδισμός τους όσο ο συγκεκριμένος τύπος πολιτικού ανταγωνισμού στην Ρώμη, όπου οι σπουδαίοι άντρες είχαν την ανάγκη να ξεχωρίζουν ενώπιον του πλήθους, καθώς και οι στρατιωτικές αξίες της Ρώμης που καθιστούσαν αυτό το είδος θεάματος αποδεκτό. Έτσι κατέληξαν να παρακολουθούν άγρια θηρία να κατασπαράζουν ανυπεράσπιστους ανθρώπους και να θεωρούν την τιμωρία τους αποδεκτή και «δίκαιη» [18]. Ο νεαρός Γκέοργκ Λούκατς την εποχή που τον διέκρινε έντονος αντικοινοβουλευτισμός και πρέσβευε την υποταγή της πολιτικής στην ηθική (τότε πούγραψε το φημισμένο αντικοινοβουλευτικό άρθρο Zur Frage des Parlamentarismus (1920)- Το κοινοβουλευτικό μας ζήτημα) δεν περιορίστηκε μόνο να αναφερθεί στο Κράτος ως organisierte Tuberkulose (οργανωμένη φυματίωση) αλλά να χαρακτηρίσει και την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία ως την «πιο επαίσχυντη σκλαβιά που έχει υπάρξει ποτέ» [19]. Ο μεγάλος Ρώσος σοσιαλιστής του δέκατου ένατου αιώνα και λαμπρός στοχαστής Alexandre Herzen αναρωτιόταν «αν η ορθολογική συνείδηση και η ηθική ανεξαρτησία είναι συμβατές με τη ζωή μέσα σε ένα κράτος». Κατά τον Isaiah Berlin  το κύριο θέμα του έργου του  Herzen είναι «η καταπίεση του ατόμου, η ταπείνωση και ο εξευτελισμός των ανθρώπων από την προσωπική και πολιτική τυραννία» [20]. Ο Τσέχος ποιητής και πεζογράφος Frana Sramek, ενεργός αναρχικός της Πράγας, στο βιβλίο του Flammen (Φλόγες) του 1913, συγκρίνει τους στρατιώτες με δέντρα που πάνω στην άνοιξη, τους απαγορεύεται να ανθίσουν, τους κόβουν τα λουλούδια και τα φύλλα και τους σπάζουν τα κλαδιά [21]. Τί ήταν τελικά το 1971 ένας στρατώνας, πολλώ δε μάλλον, μια στρατιωτική Σχολή  Αξιωματικών; Ένας κόσμος ολοκληρωτικά στερημένος από ελευθερία, υποταγμένος στην παράλογη «λογική» και αυθαιρεσία ενός στρατιωτικού μηχανισμού που τον εξειδικεύει, κατά περίπτωση, ο πρώτος τυχών, ήδη εκφυλισμένος, βαθμοφόρος. Είναι ένας περίκλειστος (όνομα και πράγμα) χώρος όπου επικρατεί ένας ανυπόφορος αυταρχισμός, μια αυθαίρετη συμπεριφορά του «ανώτερου» προς τον «κατώτερο», όπου βασιλεύουν υπέρμετρες και παράλογες απαιτήσεις των πρώτων έναντι των δεύτερων, η αδικία είναι σταθερή συνθήκη, τα «παραπτώματα» των «κατώτερων» είναι, συνηθέστατα, ανύπαρκτα, επινοημένα, η ενοχή θεωρείται αυτονόητη και η τιμωρία τελείως δυσανάλογη προς το υποτιθέμενο παράπτωμα. Σ ’αυτόν τον χώρο το αποδιδόμενο σφάλμα ουδέποτε αμφισβητείται, θεωρείται δεδομένο! Πρόκειται για μια πραγματικότητα, βάναυσα αντικειμενική, ανελέητα σκληρή με μια σκληράδα κρυστάλλινης διαύγειας. Σ’ αυτόν τον χώρο οι όποιοι κανόνες μέσω της μακρόχρονης και άκαμπτης τήρησής τους, μεταμορφώθηκαν σε αυτοσκοπούς. Όταν όντας έφηβος ανδρώνεσαι μέσα σε μια τέτοια νοσογόνα και νοσηρή ατμόσφαιρα, τότε, όταν σου δοθεί απ’ την διοίκηση η «εκπαιδευτική» δυνατότητα, μ’ ότι τούτο συνεπάγεται, είναι, άραγε, δύσκολο, πολλώ δε μάλλον, ανέλπιστο και αναπάντεχο να μεταμορφωθείς σε «εκπαιδευτή» αποστασιοποιημένο απ’ τον πόνο που ο ίδιος προκαλείς σε κάποιον νομικά ανήμπορο και, επιπλέον, να τον απολαμβάνεις με απολαυστική μοχθηρία; Προφανώς όχι όταν, μάλιστα, πιστεύεις ότι προσφέρεις και «εθνικό έργο» στην υπηρεσία της «εθνικής επαναστάσεως» τα “νάματα„ της οποίας βρίσκονται σε πλήρη αντιστοίχιση με την καθ ’όλα κλινικότροπη συμπεριφορά σου και τον νοσηρό ψυχισμό σου. Αυτός ο ένστολος «εκπαιδευτής», πέρα απ’ την τεχνηέντως επιβληθείσα συσκότιση της νόησής του, διακρίνεται και από μια κωμική, εύπιστη προσαρμογή της γλώσσας και της σκέψης του στις διαταγές του που εκπορεύονται απ’ την διοίκηση της Σχολής του, της Πατρίδας του, του Έθνους του, εκείνα τα πολιτικά και κοινωνικά αποβράσματα με την στίλβωση της φαιδρής ιδεολογικής κουρελαρίας τους. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, οι «εκπαιδευτές» αντιμετωπίζουν τους άμοιρους εκπαιδευόμενους ως όντα ήδη πραγμοποιημένα γι’ αυτούς. Μόνο που δεν πρόκειται για πράγματα αλλά για ανθρώπους, για δεκαοκτάχρονους ανθρώπους που συναποτελούν την κραυγάζουσα «ζώσα μαρτυρία της ύπαρξης» του «εκπαιδευτή» τους, της Σχολής τους, της επικείμενης δύστυχης ζωής τους [22].

 

Ⅶ) Οι επίσημες θεολογίες πάντοτε ήσαν υπηρέτριες των επουράνιων αλλά και των επίγειων πριγκίπων. Θα λέγαμε, πρωτίστως των δεύτερων.  Εκείνοι οι «εκπαιδευτές» μας πίστευαν ότι η αρρενωπότητα, ο υπερχειλής ανδρισμός συνυποθέτει, πέρα από μιαν ονειδιστική και βαθιά καταφρονητική στάση απέναντι στις γυναίκες γενικά, και μιαν ανεξάντλητη οχετολογία με αισχρές ύβρεις και βλασφημίες αστείρευτης ασχήμιας.  Στην κυριολεξία μας έλουζαν πατόκορφα με βαρείς, ονειδιστικούς χαρακτηρισμούς συνοδευόμενους από «Χριστοπαναγίες» και άφθονα «γαμοσταυρίδια».Παράλληλα, όμως, την ώρα της μεγαλόφωνης βραδυνής κοινής προσευχής μας, τηρούσαν στάση ταπεινής οικιακής βοηθού της δεκαετίας του πενήντα με χαμηλωμένους οφθαλμούς και όψη προδίδουσα την δέουσα, απ΄ τις περιστάσεις, περισυλλογή και θρησκευτική κατάνυξη. Ένας στίχος της προσευχής παρακαλούσε τον Ύψιστο «να φυλάττει το Σώμα των Ελλήνων Αξιωματικών». Πέρα απ’ την ηθικοθρησκευτική υποκρισία, τον επιπολάζοντα χλευασμό, αναφαίνεται και κάτι άλλο: η αντιστροφή αξιών. Επικαλούμαστε τον Ύψιστο να ευλογήσει τα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλουμε, ανήμπορους νομικά, δεκαοκτάχρονους μαθητές στρατιωτικής Σχολής Αξιωματικών και το πράττουμε με την δέουσα θρησκευτικήν ευλάβεια! Ο Ρωμαίος ιστορικός Σουητώνιος αναφέρει πως σε κάποια συνοικία της Ρώμης λατρευόταν ο θεός «Απόλλων ο Βασανιστής» [23]. Ο θεός του φωτός, της μουσικής, των εξημερωμένων ηθών και της καλαίσθητης πνευματικής καλλιέργειας, «βαπτίστηκε» «Βασανιστής» [24] και τον λάτρευαν οι κατασκευαστές εργαλείων και οργάνων βασανισμού. Πολύ αργότερα στους αιώνες της τουρκοκρατίας συνέβη κάτι εννοιολογικά πλησίστιο προς το προαναφερόμενο: οι πονεμένοι, βασανισμένοι, χαροκαμένοι Έλληνες έβλεπαν την πικραμένη Παναγιά σαν στήριγμα και παρηγοριά τους. Ήταν ο «εύδιος λιμήν των χειμαζομένων» η δε πλούσια φαντασία του ελληνικού λαού έδωσε στην Παναγιά ονόματα ποιητικά και τρυφερά, ονόματα αγάπης, ικεσίας και ελπίδας, από Πανάχραντη και Ξεσκλαβώστρα μέχρι Ηλιόκαλλη, Δακρυρροούσα κι’ άλλα πολλά [25]. Κατά τα τελευταία χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης εξαιτίας της αναρχίας που προκάλεσαν οι πολεμικές συμφορές στη στεριά και οι ατυχίες του ναυτικού αγώνα, η πειρατεία είχε προσλάβει τρομακτικές διαστάσεις. Στα βραχοτόπια της Γραμβούσας είχε δημιουργηθεί μια πυκνοκατοικημένη πολιτεία που ασκούσε την πειρατεία ως μετοχική επιχείρηση (!) υπό την προστασία της «Παναγίας της Κλεφτρίνας» (sic) [26]. Με σύγχρονους νομικούς όρους θα μιλούσαμε για σύσταση και λειτουργία εγκληματικής οργάνωσης. Ήταν, όμως, κάτι πιο κει: το καταφύγιο των αδυνάτων, ο «εύδιος λιμήν των χειμαζομένων», μεταμορφώθηκε σε όπλο των δυνατών. Βάναυση αντιστροφή αξιών. Αλλά και σήμερα τα Χρηματιστήρια, αυτές οι διεθνείς χαρτοπαικτικές λέσχες, έχουν τους δικούς τους προστάτες Αγίους.

Η στρατιωτική Σχολή Αξιωματικών δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση μέσα στην επινίκεια ατμόσφαιρα της φασιστικής παλιγενεσίας της 21-4-1967 της «Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών». Στο κάτω-κάτω της γραφής και οι σκληρά εργαζόμενοι στα εθνοφελή μπουντρούμια της «Μπουμπουλίνας» και του «Ε.Α.Τ.-Ε.Σ.Α.», ήσαν κι αυτοί Έλληνες και Χριστιανοί Ορθόδοξοι και, ως εκ τούτου, είχαν ανάγκη απ΄την θείαν επιστασία και την ουράνια προστασία. Γι’ αυτό και εκαλείτο ο Ύψιστος να καλύψει με τις προστατευτικές φτερούγες του τις οιμωγές των εκπαιδευομένων δύστυχων δεκαοχτάχρονων και να ευλογήσει το φυτώριο ανυποψίαστων αχθοφόρων βεβαιοτήτων. Και όλα αυτά τα έπρατταν ενσυνειδήτως, ανειλικρινώς και με εξοργιστική αυταρέσκεια.

 

Ⅷ)  Όσα, εν τάχει, προεκτέθησαν αναφέρονται στο «μακρυνό» χουντικό παρελθόν όπου διαφέντευαν τον τόπο ο άνους ΕΣΑτζής και ο πρώτος τυχών αμβλύνους αξιωματικός. Βρέθηκα στον στρατό άλλες δύο φορές. Την πρώτη για να υπηρετήσω την εικοσιοκτάμηνη στρατιωτική μου θητεία (1976-1978) και την δεύτερη το καλοκαίρι του 1980 για μια βραχύχρονη «μετεκπαίδευση» έφεδρου αξιωματικού. Στην Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών οι «εκπαιδευτές» μας δεν μας έδερναν, οι ύβρεις τους εναντίον μας ήσαν περιορισμένες, η αυθαιρεσία τους ήταν υπαρκτή αλλά είχε όρια. Εν ολίγοις, υπήρχε μια ποιοτική διαφοροποίηση σε σχέση μ’ όσα συνέβαιναν πέντε χρόνια ενωρίτερα στην Σχολή (Μονίμων) Αξιωματικών. Αυτή η ποιοτική διαφοροποίηση, όμως, δεν έφθανε μέχρι του σημείου αλλαγής μεθοδολογίας, στόχων και σκοπών. Τα μέσα προς επίτευξη του σκοπού διαφοροποιήθηκαν, εν μέρει, ο σκοπός, όμως, παρέμενε απαρασάλευτος: επικρατούσε η αυτή δομή και πρυτάνευε η αυτή συλλογιστική. Οίκοθεν εννοείτο ότι ο ιεραρχικά «ανώτερος» είχε πάντοτε το δίκαιο με το μέρος του απλώς και μόνον επικαλούμενος τη θέση του. Η διαταγή, η οποιαδήποτε διαταγή, δεν χρειαζόταν αιτιολόγηση, τουναντίον αιτιολογούσε καταστάσεις και συμπεριφορές με μόνη την ύπαρξή της. Η παράλογη «λογική» και η αυθαιρεσία ήσαν πανταχού παρούσες με αποτέλεσμα η αδικία ν’ αποτελεί σταθερή συνθήκη. Η «ενοχή» του αναφερόμενου «κατώτερου» εθεωρείτο αυτονόητη, δεν χρειαζόταν καμία απόδειξη. Το ότι δεν μας έδερναν δεν σήμαινε ότι εξαφανίζονταν και οι βάναυσες σωματικές καταπονήσεις. Λ.χ. σε υποχρέωναν να κάνεις «κάμψεις» μέχρι να καταρρεύσεις ημιλιπόθυμος πάνω στα χαλίκια ή στο δάπεδο των αφοδευτηρίων. Η εξουσία εξακολουθούσε να μην είναι ποτέ παράνομη. Η οιστρήλατη χουντική ψευδολογία είχε σαρωθεί απ’ την Κυβερνητική εξουσία, αλλά στο «βαθύ κράτος», με πυρήνα τους αξιωματικούς μας, ήταν διαρκώς παρούσα, συνειδητή, θρασεία και προκλητική. Βλέπεις, δεν είχε τίποτα να φοβηθεί. Κοντολογίς, η καταπίεση, η ταπείνωση, ακόμη και ο εξευτελισμός ήσαν αναντίρρητες πραγματικότητες. Η διοίκηση της Σχολής μας και οι, κατά καιρούς μετέπειτα διοικητές μας, ήσαν άνθρωποι για τους οποίους η ζωή δεν μπορούσε να είναι περήφανη! Την δεύτερη φορά που βρέθηκα στον στρατό, το καλοκαίρι του 1980, ενόψει της «επικείμενης νικηφόρας έλευσης του σοσιαλισμού στην Ελλάδα», οι φασίστες αξιωματικοί απέκρυπταν τις φασιστικές τους πεποιθήσεις προσποιούμενοι τους δημοκράτες απλώς και μόνον από ιδιοτελή σύνεση. Η ποιοτική διαφοροποίηση, στην οποία προαναφερθήκαμε ήδη, έγινε ακόμη πιο έντονη, πιο ευδιάκριτη. Έκτοτε, ασχολήθηκα με τον στρατό σποραδικώς και σε επαγγελματική μόνο βάση ασχολούμενος με το Στρατιωτικό Ποινικό Δίκαιο και αυτό, όχι συχνά- πυκνά. Θαρρείς και το απέφευγα.

Οι συνθήκες άλλαξαν λοιπόν, θα σπεύσουν να κραυγάσουν οι εύθυμοι και αισιόδοξοι οπαδοί της προόδου που πιστεύουν ακραδάντως και αφελώς σ’ ένα  continuum σταθερής βελτίωσης της ανθρώπινης ζωής. Οι αθρόες παραιτήσεις των νεαρών στρατιωτικών μας, λένε το αντίθετο, υποδηλώνουν την διαρκή επανάληψη του πάντα το ίδιο. Οι στρατιωτικές Σχολές Αξιωματικών μας στον σημερινό πνευματικά αποβιταμινωμένο κόσμο μας άλλαξαν στίλβωση, πρόσοψη · όχι χαρακτήρα, ούτε στοχοθεσία, μήτε φιλοσοφία. Η οιστρήλατη χουντική ψευδολογία δεν είναι, πλέον, κυρίαρχη στην κυβερνητική εξουσία, αλλά μόνον άγνωστη δεν είναι στις κρατικές δομές και, ιδίως, στο «βαθύ κράτος».            Στις υφιστάμενες κοινωνικές, πολιτικές και πνευματικές συνθήκες     ή τ τ α ς   τ η ς  σ κ έ ψ η ς,  η α-νοησία βρίσκει προνομιακό χώρο ανάπτυξης και δράσης. Έτσι, οι Ευέλπιδες ανήμερα στις 17 Νοέμβρη 2011, έψαλλαν στον στρατώνα τους τον ύμνο της 21ης Απριλίου και χαρακτήριζαν την Εξέγερση του Πολυτεχνείου «μπούρδες» [27]. Εκείνοι οι Ευέλπιδες σήμερα θα είναι ταγματάρχες, θα επανδρώνουν τα Στρατοδικεία ως στρατοδίκες, θα διοικούν χιλιάδες ένστολους ένοπλους και, ταυτόχρονα, θα εξακολουθούν να υβρίζουν την «δημοκρατία» υπερασπιστές της οποίας υποτίθεται ότι είναι. Και όλα αυτά χάριν της αυτοκτονικής επιείκειας αυτής της «δημοκρατίας» που της έλαχαν αυτοί οι απρόθυμοι υπερασπιστές οι οποίοι επιδεικνύουν συμπεριφορά συνειδητού φασίστα. Και φέρονται, όπως φέρονται, διότι γνωρίζουν καλώς ότι δεν διακινδυνεύουν τίποτε.

Αυτός είναι ο στρατός μας, αυτοί είναι οι αξιωματικοί μας – ανυποψίαστοι, ως επί το πλείστον, αχθοφόροι βεβαιοτήτων – και, φυσικά, αυτές θάναι και οι στρατιωτικές Σχολές Αξιωματικών μας: εδράζονται στην συντριβή της ατομικότητας, στην κατάλυση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, στην εξαφάνιση της ανθρωπιάς, στην πραγμοποίηση των ανθρώπων. Οι στρατιωτικές μας σχολές συναποτελούν το σκηνικό για το λουδοβίκειο απόφθεγμα και συνάμα Χρυσούν Κανόνα της αυθαιρεσίας: car tel est mon plaisir (γιατί έτσι μου γουστάρει). Αυτός είναι ο θεμελιώδης άξονας της λειτουργίας τους. Οι στρατιωτικά «εκπαιδευόμενοι» συναποτελούν την κραυγάζουσα «ζώσα μαρτυρία της ύπαρξης των ̏εκπαιδευτών˶ τους».

Ίσως τώρα να γίνονται πλήρως αντιληπτοί οι λόγοι της αθρόας παραίτησης νεαρών στρατιωτικών. Είναι ευτύχημα που σκέφτηκαν πως «όσο είναι να ζήσουμε θα ζήσουμε σαν άνθρωποι, δηλαδή εν επιγνώσει». Το διέγνωσε και ο Ηράκλειτος και το διατύπωσε με αριστουργηματική συμπύκνωση: ήθος ανθρώπῳ δαίμων (απόσπασμα 119)- ο χαρακτήρας στον άνθρωπο είναι το πεπρωμένο του [28]. Το επανέλαβε, πολύ αργότερα, και ο Νοβάλιςπεπρωμένο και χαρακτήρας είναι ονόματα μιας έννοιας [29.  Είναι πολύ ευχάριστο και ελπιδοφόρο το ότι το αντιλήφθηκαν εγκαίρως οι νεαροί παραιτηθέντες στρατιωτικοί μας. Μπράβο τους!

Αλμωπία  11  του  Γενάρη  2025,

Πέτρος  Πέτκας

 

[1] Βλ. λ.χ. «Η Εφημερίδα των Συντακτών» της 10-12-2024  σελ. 10

[2] Βλ. το έξοχο βιβλίο του Michael Löwy, FRANZ KAFKA, Ανυπότακτος ονειροπόλος, σε μτφρ. Νίκου Σταμπάκη, Κατάρτι, Αθήνα, 2006, σελ. 186 όπου επιδοκιμαστική παραπομπή σε ad hoc σκέψη του Ernst Fischer.

[3] Βλ. Γκέοργκ Λούκατς, Τόμας Μαν, σε μτφρ. Μαρίας Ηούς Δούκα, Νίκου Φούφα, εκδόσεις Ήτορ, Αθήνα, 2024, σελ. 184

[4] Βλ. E.P. Thomρson, Η συγκρότηση της αγγλικής εργατικής τάξης, σε μτφρ. Γιάννη Παπαδημητρίου, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα, 2018, σελ. 445

[5] Βλ. Πασχάλη Μ. Κιτρομηλίδη, Ιώσηπος Μοισιόδαξ, Οι συντεταγμένες της βαλκανικής σκέψης τον δέκατο όγδοο αιώνα, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1985, σελ. 23

[6] Αριστοτέλους, Πολιτικά, 1284α, 13-15, βλ. Πέτρος Πέτκας, «Βασιλικοί ΄Ανδρες» με προλεταριακήν αμφίεση, στο Πέτρος Πέτκας,  Ανεπίκαιροι στοχασμοί, Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη, 2023, σελ. 293-305 και ιδία σελ. 303

[7] Πρβλ. παραπλήσιες σκέψεις στο αριστούργημα του Βαρλάμ Σαλάμωφ, Ιστορίες από την Κολυμά, σε μτφρ. Ελένης Μπακοπούλου, Άγρα, Αθήνα, 2022, σελ. 461. Η ανάγνωσή του συνεπάγεται έντονη, ιδιαιτέρως έντονη, ενίοτε αβάσταχτη συναισθηματική αναστάτωση. Αναφέρεται στα σταλινικά στρατόπεδα συγκέντρωσης

[8] Βλ. ad hoc στον Gustave Glotz, Η ελληνική «πόλις», σε μτφρ. Αγνής Σακελλαρίου, Δ’ έκδοση, Μ.Ι.Ε.Τ, Αθήνα, 1994, σελ. 160, 357 όπου καταγραφή και σχολιασμός των αντιδημοκρατικών εξωφρενισμών του Πλάτωνα

[9] Βλ.  Gregory Vlastos, Πλατωνικές μελέτες, σε μτφρ. Ιορδάνη Αρζόγλου, Β’ έκδοση, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2000, σελ. 46, 48, 49, 184

[10] Βλ. E.R. Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο, σε μτφρ. Γιώργη Γιατρομανωλάκη, δεύτερη έκδοση, αναθεωρημένη, Ινστιτούτο του Βιβλίου, Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1996, σελ. 285

[11] Πρβλ. Πέτρος Πέτκας, «ΕΛ.ΑΣ: εμπροσθοφυλακή της κοινωνίας;»· «Επανάσταση με σεβασμό στον Νόμο» στο Πέτρος Πέτκας, Ανεπίκαιροι στοχασμοί, Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη, 2023, σελ. 315-322 και ιδία σελ. 318 όπου περαιτέρω παραπομπές

[12] Βλ. Ernst Cassirer, Καντ και Ρουσσώ, σε μτφρ. Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, Γ’ έκδοση, Έρασμος, Αθήνα, 2001, σελ. 46

[13] Βλ. όπ

[14] Βλ. Γκέοργκ Λούκατς, Τόμας Μαν, ό.π. σελ. 130, 132

[15] Βλ. τελείως ενδεικτικά, Βαρλάμ Σαλάμοφ, ό,π. σελ. 815, 595, 949, 972, 952, 1014-1015, 1091, 1117, 1160, 1161, 1577, 1569,1567, 1568

[16] Πρβλ. Κώστας Δεσποινιάδης, ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ, Ο Ανατόμος της εξουσίας, τρίτη έκδοση, Θεσσαλονίκη, 2018, σελ. 24, 158. Πρόκειται για έργο λαμπρό στην γραφή και την τεκμηρίωση, ερεθιστικό στις ιδέες, οξυδερκές στις επισημάνσεις του και καθόλου μα καθόλου εκκεντρικό ως προς την ερμηνεία του

[17] Βλ. το αποκαλυπτικό και προφητικό Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Έσχατη στράτευση, Β’ έκδοση, Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη, 2018, σελ. 62, 15

[18] Βλ. Ρόμπιν Λέιν Φόξ, Ο κλασικός κόσμος, σε μτφρ. Δημήτρη Στεφανάκη και Όλγας Παπακώστα, Ωκεανίδα, Αθήνα, 2006, σελ. 624, 626 και 628

[19] Βλ. Michael Löwy, Λύτρωση και Ουτοπία, σε μτφρ. Θανάση Παπαδόπουλου, εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα, 2002, σελ. 228, 226

[20] Βλ.  Michael Löwy, FRANZ KAFKA, ό.π. σελ. 49

[21] Βλ. ό.π. σελ. 51 όπου παρατίθεται

[22]  Πρβλ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, ό.π. σελ. 24

[23] Βλ. Σουητώνιος, τόμος Α΄ σε μτφρ. Νίκου Πετρόχειλου, α’ ανατύπωση, Μ.Ι.Ε.Τ, Αθήνα, 2011, σελ. 172

[24]  Βλ. όμως ό.π. σελ. 407, σημείωση μ’ αριθμό 153

[25] Βλ. Κυριάκου Σιμόπουλου, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τόμ. Α2, 1500-1700, ενδέκατη έκδοση, εκδόσεις Πιρόγα, Χ.Χ.Ε, σελ. 529

[26] Βλ. Κυριάκου Σιμόπουλου, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τόμος Α1, 333-1500 μ.Χ., ενδέκατη έκδοση, εκδόσεις Πιρόγα, Αθήνα, Χ.Χ.Ε, σελ. 123

[27] Βλ. Χάρης Καστανίδης, Η εποχή της δοκιμασίας, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2014, σελ. 161

[28]  Βλ. R.P. WINNINGTON-INGRAM, Σοφοκλής, Ερμηνευτική προσέγγιση, σε μτφρ. Νικολάου Π. Πετρόπουλου, Χρίστου Π. Φαράκλα, δεύτερη έκδοση, Ινστιτούτο του βιβλίου-Καρδαμίτσα, Αθήνα, 2016, σελ. 248 όπου και παρατίθεται

[29] Παρατίθ. στο Γκέοργκ Λούκατς, Τόμας Μαν, ό.π. σελ. 102

πηγη

Σχετικά με τις πρόσφατες αθρόες παραιτήσεις νεαρών στρατιωτικών - The Press Project - Ειδήσεις, Αναλύσεις, Ραδιόφωνο, Τηλεόραση