Ο Eλληνικός στρατός στο Κόσοβο
Αποστολή στο Κόσοβο. Εξάμηνη. Μακριά από οικογένειες, παιδιά, φίλους. Η οικογένεια και οι φίλοι γίνονται τα άλλα μέλη της αποστολής. Που ήρθαν και θα φύγουν στις ίδιες ημερομηνίες. Μαζί σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, για τον ίδιο σκοπό, δένονται και γίνονται μια συμπαγής ομάδα.
Κάποιοι έχουν ξαναέρθει, κάποιοι άλλοι όχι. Η οικογένεια πίσω στην Ελλάδα φοβάται, γιατί έχει τις παλιές εικόνες του Κοσόβου. Όταν ο εμφύλιος μετριόταν σε απώλειες ανθρώπινων ζωών. Σήμερα το Κόσοβο δεν είναι έτσι. Δεκαπέντε χρόνια μετά τον πόλεμο τα πράγματα έχουν ηρεμήσει πολύ, η κατάσταση έχει εξομαλυνθεί και προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους.
Η ελληνική αποστολή στο Κόσοβο
Η παρουσία του ελληνικού στρατού στο Κόσοβο μετρά 15 χρόνια. Από τον Ιούνιο του 1999, και το τέλος των ΝΑΤΟικών βομβαρδισμών κατά της Σερβίας, η Ελλάδα συμμετείχε με Δύναμη επιπέδου Ταξιαρχίας, με την ονομασία Ελληνική Δύναμη Κοσσυφοπεδίου (ΕΛΔΥΚΟ) στη ΝΑΤΟϊκή αποστολή στο Κόσοβο, την KFOR (KOSOVO FORCE).
Οι βομβαρδισμοί διήρκησαν 78 ημέρες. Στις 12 Ιουνίου του 1999 αρχίζει η ανάπτυξη της ΝΑΤΟικής ειρηνευτικής δύναμης, και παράλληλα το Κόσοβο μετατρέπεται σε προτεκτοράτο υπό τη διοίκηση του ΟΗΕ –το πρώτο παρόμοιο εγχείρημα στην ιστορία του ΟΗΕ. Ρόλος της KFOR ήταν η διατήρηση της ειρήνης και η παροχή της ασφάλειας μετά το τέλος του πολέμου.
Η ελληνική αποστολή παραμένει στην περιοχή μέχρι και σήμερα. Με πολύ λιγότερες δυνάμεις ωστόσο. Αρχικά η ελληνική δύναμη ανερχόταν σε περίπου 500 άτομα. Τώρα είναι 116. Οι 100 στο στρατόπεδο Film City, που αποτελεί την έδρα της KFOR στην Πρίστινα, και οι 16 στο βόρειο τμήμα όπου είναι συγκεντρωμένοι οι περισσότεροι Σέρβοι που έχουν απομείνει στο Κόσοβο.
Αλλά και η KFOR έχει μειώσει αισθητά την παρουσία της στο Κόσοβο. Αρχικά η δύναμη όλης της αποστολής ήταν 50.000 άτομα (42.000 εντός Κοσόβου και 8.000 στην πΓΔΜ) ενώ πλέον, με σταδιακές μειώσεις προσωπικού, φτάνουν γύρω στις 5.500.
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μας στο Κόσοβο, συναντήσαμε τα μέλη της ελληνικής αποστολής. Και μας μίλησαν για τις συνθήκες ζωής εκεί. Η απόφαση για τη συμμετοχή στην αποστολή του Κοσόβου είναι ατομική, ενώ το βασικότερο κίνητρο είναι το οικονομικό. Αφήνουν πίσω τις οικογένειες τους, αλλά μας λένε ότι τουλάχιστον το διάστημα είναι μικρό, μόνο έξι μήνες.
Η λοχίας Τίνα Νίκα και η αρχιλοχίας Άννα Αλεξοπούλου
Δύναμη γένους θηλυκού
Η Άννα Αλεξοπούλου (αρχιλοχίας) και η Τίνα Νίκα (λοχίας) είναι η γυναικεία δύναμη της αποστολής.
Η Άννα είναι από την Καστοριά, υπηρετούσε στον Έβρο, ενώ στο σώμα είναι 22 χρόνια. Πήγε στο Κόσοβο για καθαρά οικονομικούς λόγους. Πίσω την περιμένουν ένας γιoς και ένας σύζυγος. Στο Κόσοβο είχε ξαναπάει το 2012. Από τότε δεν έχει πολλές διαφορές η κατάσταση. Σχεδόν τα ίδια, μας λέει. Ούτε ταραχές ιδιαίτερες.
Πόσο δύσκολο είναι να έχεις αφήσει την οικογένειά σου πίσω;
Πολύ. Ευτυχώς είναι μικρό το χρονικό διάστημα. Έχω κάνει και άλλη μετάθεση εξωτερικού, μικρό διάστημα και εκεί. Αλλά τότε το παιδί ήταν μικρότερο και ήταν πιο δύσκολο, δεν υπήρχε ούτε skype. Ένα τηλέφωνο, και αυτό μπορούσες να το κάνεις με δυσκολία. Τώρα είμαστε συνεχώς online, όταν δεν έχουμε υπηρεσία.
Ο γιός της είναι 16 ετών. Βλέπει πολύ ώριμα την όλη κατάσταση. Δεν έχει καταφέρει ωστόσο να την επισκεφθεί στο Κόσοβο. Είναι δύσκολο, μας λέει η Άννα. «Ευτυχώς η επικοινωνία είναι πλέον εύκολη, η φυσική επαφή είναι αυτό που μας λείπει».
Όσον αφορά τις αρμοδιότητες εκεί, μας λέει: «Εμείς έχουμε αναλάβει τη φύλαξη του στρατοπέδου, η αποστολή μας είναι πολύ σημαντική, και εγώ σαν Ελληνίδα χαίρομαι που το εμπιστεύονται σε εμάς. Γιατί είναι το πιο νευραλγικό κομμάτι για εδώ».
Η Τίνα από την άλλη, είναι από Αθήνα και είναι 12 χρόνια στο σώμα. Πήγε στο Κόσοβο πρώτα για την εμπειρία και μετά για τον οικονομικό παράγοντα, όπως μας λέει. Έχει πάει και στο Αφγανιστάν (από τον Νοέμβριο του 2010 έως τον Μάρτιο του 2011). Τα πράγματα ήταν πολύ πιο δύσκολα από ότι στο Κόσοβο, μας λέει.
Δεν φοβάστε;
«Όχι», λένε και οι δύο μαζί. «Είναι η δουλειά μας».
«Όλα τα συνηθίζεις», λέει η Άννα.
«Για μένα είναι σημαντικό να απομυθοποιήσω τον φόβο», συμπληρώνει η Τίνα.
Η Άννα στέκεται ιδιαίτερα στο δέσιμο της ομάδας. «Εδώ γινόμαστε ένα και σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Γινόμαστε οικογένεια. Έχει ανάγκη ο ένας τη στήριξη του άλλου. Και είναι πολύ σημαντικό αυτό. Το δέσιμο είναι φοβερό».
Το θέμα της οικογένειας προβληματίζει πολλά από τα μέλη της αποστολής. Ο 32χρονος Ιωάννης Ελληνίδης (λοχίας) είναι επτά χρόνια παντρεμένος και έχει αφήσει πίσω δύο κόρες, έξι και ενάμιση έτους. «Η μικρή δεν ξέρει ακόμη που είμαι, η μεγάλη όμως ξέρει, μιλάμε και συνέχεια στο facebook». Αλλά μόλις τελειώσει αυτή η αποστολή στο Κόσοβο, δεν ξαναφεύγει από την Ελλάδα. «Θα μείνω κοντά στην οικογένειά μου», μας λέει
Ο «βετεράνος» με τις 7 αποστολές στο Κόσοβο
Ο Βασίλης Αλεξανδρίδης (επιλοχίας) είναι 36 ετών και αυτή είναι η 7η εξάμηνη αποστολή του στο Κόσοβο. Πηγαίνει από τον Οκτώβριο του 2000, ένα χρόνο περίπου μετά την έναρξη της αποστολής του ΝΑΤΟ και έχει δει όλη την εξέλιξη. «Τότε η κατάσταση ήταν πολύ επικίνδυνη. Υπήρχαν πολλά καλάσνικοφ από την Αλβανία. Μετά την κατάρρευση της πυραμίδας στην Αλβανία, είχαν λεηλατήσει αποθήκες και είχαν φτάσει στα χέρια εξτρεμιστών όπλα, που πάλευαν για την απελευθέρωσή τους. Εμείς δεν κινδυνεύαμε αλλά κάθε βράδυ άκουγες ριπές. Ποτέ όμως δεν είχαμε κάποιο επεισόδιο εναντίον μας. Είχαμε φροντίσει να μην δώσουμε και δικαίωμα».
Του ζητήσαμε να μας περιγράψει την κατάσταση στο Κόσοβο, αμέσως μετά τον πόλεμο. «Όταν ήρθαν οι ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις εδώ δεν υπήρχε ούτε αστυνομία. Υπήρχε η UMNIK του ΟΗΕ. Τους πήρε αρκετά χρόνια μέχρι να φτιάξουν την όλη κατάσταση, και πολιτικά και στα θέματα τις αστυνόμευσης. Τώρα δεν υπάρχουν καλάσνικοφ. Δεν τα έχουν και ανάγκη πλέον οι Κοσοβάροι. Τότε προφανώς είχαν και ένα αίσθημα ανασφάλειας, τι θα γινόταν στην περίπτωση που θα αποχωρούσε το ΝΑΤΟ».
Οι Έλληνες δεν είχαν αντιμετωπίσει προβλήματα στο Κόσοβο, μας λέει. «Μόνοι οι Γάλλοι είχαν που ήταν στη Μιτρόβιτσα, στα βόρεια, που είναι η πόλη που χωρίζεται μεταξύ του Σέρβικου και τους Αλβανικού τομέα με ένα ποτάμι. Μόνο αυτοί είχαν κάποια θέματα επειδή υπήρχαν διαδηλώσεις εκατέρωθεν. Πυροβολισμοί στο ποτάμι και πολλά άλλα».
Ο γιατρός της παρέας
Ο Στάθης Παπαευσταθίου (υπολοχαγός), είναι μόλις 27 ετών και είναι ο γιατρός της αποστολής. Ήταν στην Αθήνα, στο Πεύκο, και πήγε στο Κόσοβο για την εμπειρία, όπως μας είπε.
«Συνεργαζόμαστε και με γιατρούς από άλλες χώρες στο ιατρικό κέντρο και στο νοσοκομείο του στρατοπέδου, που είναι Γερμανικό». Τα περιστατικά που αντιμετωπίζουν είναι γενικά απλά. «Πιο πολύ ταλαιπωρούμαστε με εποχιακές λοιμώξεις παρά με κάτι άλλο. Ευτυχώς δηλαδή».
Οι οικογένειά του στην αρχή φοβόταν με την απόφασή του να πάει στο Κόσοβο, αλλά μόλις τον επισκέφθηκαν και είδαν πως είναι η κατάσταση, ηρέμησαν. Πήγαν οδικός και έμειναν σε ξενοδοχείο της Πρίστινας. «Οι εκτός αντιλαμβάνονται διαφορετικά το Κόσοβο από ότι είναι στην πραγματικότητα, γιατί όλοι στην Ελλάδα έχουν εικόνες της προηγούμενης 15ετίας, του πολέμου. Δεν έχουν τη νεότερη εικόνα, που είναι πολύ διαφορετική».
Πως αντιμετωπίζονται οι Έλληνες
Μεγάλη απορία είχα και σχετικά με το πώς αντιμετωπίζονται οι Έλληνες. Κυρίως γιατί γνώριζα τα αποτελέσματα της έρευνας που παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκεια της παραμονής μας στο Κόσοβο, σύμφωνα με τα οποία μόνο το 1,1% θα δεχόταν να γίνει ένας Έλληνας μέλος της οικογένειά του και ένας στους τέσσερις ερωτηθέντες (25,7%) δεν θέλει τους Έλληνες ούτε καν σαν επισκέπτες στο Κόσοβο.
Ο λοχαγός Δημήτριος Μπούτλας μου λέει πως αντιμετωπίζουν την ελληνική αποστολή οι Κοσοβάροι: «Οι άνθρωποι που έχουμε γνωρίσει εδώ είναι πολύ ευγενικοί και πολύ καλοί μαζί μας (σ.σ. Αυτό μου λένε και οι υπόλοιποι. Ότι ο κόσμος εκεί τους αντιμετωπίζει καλά). Και εμείς κρατάμε μια ουδέτερη στάση με τους Σέρβους και με τους Αλβανούς. Από τις συζητήσεις βγαίνει βέβαια ότι δεν μας έβλεπαν και με πολύ καλό μάτι γιατί δεν έχουμε αναγνωρίσει το Κόσοβο ως ανεξάρτητο κράτος, και είχαν μια άλλη άποψη για εμάς. Μόλις μας γνώρισαν όμως κατάλαβαν ότι εμείς οι Έλληνες δεν είμαστε αυτό που νόμιζαν. Και ένα καλό της αποστολής είναι και αυτό, ότι μπορούμε να δείξουμε στους ξένους πως δεν είμαστε όλα αυτά που μας παρουσιάζουν. Τεμπέληδες κ.α.».
Ο λοχίας Γιώργος Γιακιντζάκης από την άλλη, μιλάει Σερβικά και είναι πιο εύκολη η επικοινωνία του με το ένα κομμάτι του πληθυσμού. Πάνε κάθε Κυριακή στη Γκρατσάνιτσα στην εκκλησία. Η Γκρατσάνιτσα είναι νότια της Πρίστινας και στο μεγαλύτερο μέρος της κατοικείται από Σέρβους. Εκεί είναι και το μεσαιωνικό ορθόδοξο μοναστήρι. «Εγώ θεωρώ πιο προσκείμενους προς εμάς τους Σέρβους, γιατί είναι ορθόδοξοι, γιατί είναι браћа… που στα σερβικά σημαίνει αδέλφια». Μας λέει όμως και πόσο περίεργος του φαίνεται αυτός ο διαχωρισμός που υπάρχει στο βόρειο τμήμα, από τη μια μεριά Αλβανοί και στα 10 μέτρα Σέρβοι, με τις σημαίες τους και άλλο νόμισμα.
«Το βόρειο τμήμα έχει ακόμη περισσότερες εντάσεις;», ρωτάω τον αντισυνταγματάρχη Αλέξανδρο Χατζηαλεξανδρή.
Ναι, οπωσδήποτε. Εκεί είναι το τμήμα με τους Σέρβους και προτιμούν τους Έλληνες για να δραστηριοποιούνται στα μέρη που είναι οι Σέρβοι, επειδή οι σχέσεις είναι καλύτερες και λόγω θρησκείας. Εκεί έχουν ρόλο διατήρησης της ασφάλειας. Εδώ είναι η φύλαξη και η ασφάλεια του στρατοπέδου. Επίσης έχουμε τέσσερις αξιωματικούς, εμένα και άλλους τρεις, που είμαστε στο στρατηγείο. Είμαστε ξεχωριστή δύναμη από τους guards, από τους φρουρούς.
Πως βλέπουν τους Έλληνες; Που δεν έχουμε αναγνωρίσει το Κόσοβο
Είναι πολύ λίγοι αυτοί που μου λένε, αστειευόμενοι, πότε θα αναγνωρίσετε το Κόσοβο εσείς; Γενικά εισπράττω καλή συμπεριφορά, φιλική. Αλλά είναι και τι εκπέμπεις και εσύ, για να εισπράττεις και ανάλογη συμπεριφορά. Πάντως, δεν έχω διαπιστώσει κάτι αρνητικό όσον αφορά στην αντιμετώπισή τους στο πρόσωπό μου. Κάθε άλλο.
Πηγή: Huffington Post
Κάποιοι έχουν ξαναέρθει, κάποιοι άλλοι όχι. Η οικογένεια πίσω στην Ελλάδα φοβάται, γιατί έχει τις παλιές εικόνες του Κοσόβου. Όταν ο εμφύλιος μετριόταν σε απώλειες ανθρώπινων ζωών. Σήμερα το Κόσοβο δεν είναι έτσι. Δεκαπέντε χρόνια μετά τον πόλεμο τα πράγματα έχουν ηρεμήσει πολύ, η κατάσταση έχει εξομαλυνθεί και προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους.
Η ελληνική αποστολή στο Κόσοβο
Η παρουσία του ελληνικού στρατού στο Κόσοβο μετρά 15 χρόνια. Από τον Ιούνιο του 1999, και το τέλος των ΝΑΤΟικών βομβαρδισμών κατά της Σερβίας, η Ελλάδα συμμετείχε με Δύναμη επιπέδου Ταξιαρχίας, με την ονομασία Ελληνική Δύναμη Κοσσυφοπεδίου (ΕΛΔΥΚΟ) στη ΝΑΤΟϊκή αποστολή στο Κόσοβο, την KFOR (KOSOVO FORCE).
Οι βομβαρδισμοί διήρκησαν 78 ημέρες. Στις 12 Ιουνίου του 1999 αρχίζει η ανάπτυξη της ΝΑΤΟικής ειρηνευτικής δύναμης, και παράλληλα το Κόσοβο μετατρέπεται σε προτεκτοράτο υπό τη διοίκηση του ΟΗΕ –το πρώτο παρόμοιο εγχείρημα στην ιστορία του ΟΗΕ. Ρόλος της KFOR ήταν η διατήρηση της ειρήνης και η παροχή της ασφάλειας μετά το τέλος του πολέμου.
Η ελληνική αποστολή παραμένει στην περιοχή μέχρι και σήμερα. Με πολύ λιγότερες δυνάμεις ωστόσο. Αρχικά η ελληνική δύναμη ανερχόταν σε περίπου 500 άτομα. Τώρα είναι 116. Οι 100 στο στρατόπεδο Film City, που αποτελεί την έδρα της KFOR στην Πρίστινα, και οι 16 στο βόρειο τμήμα όπου είναι συγκεντρωμένοι οι περισσότεροι Σέρβοι που έχουν απομείνει στο Κόσοβο.
Αλλά και η KFOR έχει μειώσει αισθητά την παρουσία της στο Κόσοβο. Αρχικά η δύναμη όλης της αποστολής ήταν 50.000 άτομα (42.000 εντός Κοσόβου και 8.000 στην πΓΔΜ) ενώ πλέον, με σταδιακές μειώσεις προσωπικού, φτάνουν γύρω στις 5.500.
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μας στο Κόσοβο, συναντήσαμε τα μέλη της ελληνικής αποστολής. Και μας μίλησαν για τις συνθήκες ζωής εκεί. Η απόφαση για τη συμμετοχή στην αποστολή του Κοσόβου είναι ατομική, ενώ το βασικότερο κίνητρο είναι το οικονομικό. Αφήνουν πίσω τις οικογένειες τους, αλλά μας λένε ότι τουλάχιστον το διάστημα είναι μικρό, μόνο έξι μήνες.
Η λοχίας Τίνα Νίκα και η αρχιλοχίας Άννα Αλεξοπούλου
Δύναμη γένους θηλυκού
Η Άννα Αλεξοπούλου (αρχιλοχίας) και η Τίνα Νίκα (λοχίας) είναι η γυναικεία δύναμη της αποστολής.
Η Άννα είναι από την Καστοριά, υπηρετούσε στον Έβρο, ενώ στο σώμα είναι 22 χρόνια. Πήγε στο Κόσοβο για καθαρά οικονομικούς λόγους. Πίσω την περιμένουν ένας γιoς και ένας σύζυγος. Στο Κόσοβο είχε ξαναπάει το 2012. Από τότε δεν έχει πολλές διαφορές η κατάσταση. Σχεδόν τα ίδια, μας λέει. Ούτε ταραχές ιδιαίτερες.
Πόσο δύσκολο είναι να έχεις αφήσει την οικογένειά σου πίσω;
Πολύ. Ευτυχώς είναι μικρό το χρονικό διάστημα. Έχω κάνει και άλλη μετάθεση εξωτερικού, μικρό διάστημα και εκεί. Αλλά τότε το παιδί ήταν μικρότερο και ήταν πιο δύσκολο, δεν υπήρχε ούτε skype. Ένα τηλέφωνο, και αυτό μπορούσες να το κάνεις με δυσκολία. Τώρα είμαστε συνεχώς online, όταν δεν έχουμε υπηρεσία.
Ο γιός της είναι 16 ετών. Βλέπει πολύ ώριμα την όλη κατάσταση. Δεν έχει καταφέρει ωστόσο να την επισκεφθεί στο Κόσοβο. Είναι δύσκολο, μας λέει η Άννα. «Ευτυχώς η επικοινωνία είναι πλέον εύκολη, η φυσική επαφή είναι αυτό που μας λείπει».
Όσον αφορά τις αρμοδιότητες εκεί, μας λέει: «Εμείς έχουμε αναλάβει τη φύλαξη του στρατοπέδου, η αποστολή μας είναι πολύ σημαντική, και εγώ σαν Ελληνίδα χαίρομαι που το εμπιστεύονται σε εμάς. Γιατί είναι το πιο νευραλγικό κομμάτι για εδώ».
Η Τίνα από την άλλη, είναι από Αθήνα και είναι 12 χρόνια στο σώμα. Πήγε στο Κόσοβο πρώτα για την εμπειρία και μετά για τον οικονομικό παράγοντα, όπως μας λέει. Έχει πάει και στο Αφγανιστάν (από τον Νοέμβριο του 2010 έως τον Μάρτιο του 2011). Τα πράγματα ήταν πολύ πιο δύσκολα από ότι στο Κόσοβο, μας λέει.
Δεν φοβάστε;
«Όχι», λένε και οι δύο μαζί. «Είναι η δουλειά μας».
«Όλα τα συνηθίζεις», λέει η Άννα.
«Για μένα είναι σημαντικό να απομυθοποιήσω τον φόβο», συμπληρώνει η Τίνα.
Η Άννα στέκεται ιδιαίτερα στο δέσιμο της ομάδας. «Εδώ γινόμαστε ένα και σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Γινόμαστε οικογένεια. Έχει ανάγκη ο ένας τη στήριξη του άλλου. Και είναι πολύ σημαντικό αυτό. Το δέσιμο είναι φοβερό».
Το θέμα της οικογένειας προβληματίζει πολλά από τα μέλη της αποστολής. Ο 32χρονος Ιωάννης Ελληνίδης (λοχίας) είναι επτά χρόνια παντρεμένος και έχει αφήσει πίσω δύο κόρες, έξι και ενάμιση έτους. «Η μικρή δεν ξέρει ακόμη που είμαι, η μεγάλη όμως ξέρει, μιλάμε και συνέχεια στο facebook». Αλλά μόλις τελειώσει αυτή η αποστολή στο Κόσοβο, δεν ξαναφεύγει από την Ελλάδα. «Θα μείνω κοντά στην οικογένειά μου», μας λέει
Ο «βετεράνος» με τις 7 αποστολές στο Κόσοβο
Ο Βασίλης Αλεξανδρίδης (επιλοχίας) είναι 36 ετών και αυτή είναι η 7η εξάμηνη αποστολή του στο Κόσοβο. Πηγαίνει από τον Οκτώβριο του 2000, ένα χρόνο περίπου μετά την έναρξη της αποστολής του ΝΑΤΟ και έχει δει όλη την εξέλιξη. «Τότε η κατάσταση ήταν πολύ επικίνδυνη. Υπήρχαν πολλά καλάσνικοφ από την Αλβανία. Μετά την κατάρρευση της πυραμίδας στην Αλβανία, είχαν λεηλατήσει αποθήκες και είχαν φτάσει στα χέρια εξτρεμιστών όπλα, που πάλευαν για την απελευθέρωσή τους. Εμείς δεν κινδυνεύαμε αλλά κάθε βράδυ άκουγες ριπές. Ποτέ όμως δεν είχαμε κάποιο επεισόδιο εναντίον μας. Είχαμε φροντίσει να μην δώσουμε και δικαίωμα».
Του ζητήσαμε να μας περιγράψει την κατάσταση στο Κόσοβο, αμέσως μετά τον πόλεμο. «Όταν ήρθαν οι ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις εδώ δεν υπήρχε ούτε αστυνομία. Υπήρχε η UMNIK του ΟΗΕ. Τους πήρε αρκετά χρόνια μέχρι να φτιάξουν την όλη κατάσταση, και πολιτικά και στα θέματα τις αστυνόμευσης. Τώρα δεν υπάρχουν καλάσνικοφ. Δεν τα έχουν και ανάγκη πλέον οι Κοσοβάροι. Τότε προφανώς είχαν και ένα αίσθημα ανασφάλειας, τι θα γινόταν στην περίπτωση που θα αποχωρούσε το ΝΑΤΟ».
Οι Έλληνες δεν είχαν αντιμετωπίσει προβλήματα στο Κόσοβο, μας λέει. «Μόνοι οι Γάλλοι είχαν που ήταν στη Μιτρόβιτσα, στα βόρεια, που είναι η πόλη που χωρίζεται μεταξύ του Σέρβικου και τους Αλβανικού τομέα με ένα ποτάμι. Μόνο αυτοί είχαν κάποια θέματα επειδή υπήρχαν διαδηλώσεις εκατέρωθεν. Πυροβολισμοί στο ποτάμι και πολλά άλλα».
Ο γιατρός της παρέας
Ο Στάθης Παπαευσταθίου (υπολοχαγός), είναι μόλις 27 ετών και είναι ο γιατρός της αποστολής. Ήταν στην Αθήνα, στο Πεύκο, και πήγε στο Κόσοβο για την εμπειρία, όπως μας είπε.
«Συνεργαζόμαστε και με γιατρούς από άλλες χώρες στο ιατρικό κέντρο και στο νοσοκομείο του στρατοπέδου, που είναι Γερμανικό». Τα περιστατικά που αντιμετωπίζουν είναι γενικά απλά. «Πιο πολύ ταλαιπωρούμαστε με εποχιακές λοιμώξεις παρά με κάτι άλλο. Ευτυχώς δηλαδή».
Οι οικογένειά του στην αρχή φοβόταν με την απόφασή του να πάει στο Κόσοβο, αλλά μόλις τον επισκέφθηκαν και είδαν πως είναι η κατάσταση, ηρέμησαν. Πήγαν οδικός και έμειναν σε ξενοδοχείο της Πρίστινας. «Οι εκτός αντιλαμβάνονται διαφορετικά το Κόσοβο από ότι είναι στην πραγματικότητα, γιατί όλοι στην Ελλάδα έχουν εικόνες της προηγούμενης 15ετίας, του πολέμου. Δεν έχουν τη νεότερη εικόνα, που είναι πολύ διαφορετική».
Πως αντιμετωπίζονται οι Έλληνες
Μεγάλη απορία είχα και σχετικά με το πώς αντιμετωπίζονται οι Έλληνες. Κυρίως γιατί γνώριζα τα αποτελέσματα της έρευνας που παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκεια της παραμονής μας στο Κόσοβο, σύμφωνα με τα οποία μόνο το 1,1% θα δεχόταν να γίνει ένας Έλληνας μέλος της οικογένειά του και ένας στους τέσσερις ερωτηθέντες (25,7%) δεν θέλει τους Έλληνες ούτε καν σαν επισκέπτες στο Κόσοβο.
Ο λοχαγός Δημήτριος Μπούτλας μου λέει πως αντιμετωπίζουν την ελληνική αποστολή οι Κοσοβάροι: «Οι άνθρωποι που έχουμε γνωρίσει εδώ είναι πολύ ευγενικοί και πολύ καλοί μαζί μας (σ.σ. Αυτό μου λένε και οι υπόλοιποι. Ότι ο κόσμος εκεί τους αντιμετωπίζει καλά). Και εμείς κρατάμε μια ουδέτερη στάση με τους Σέρβους και με τους Αλβανούς. Από τις συζητήσεις βγαίνει βέβαια ότι δεν μας έβλεπαν και με πολύ καλό μάτι γιατί δεν έχουμε αναγνωρίσει το Κόσοβο ως ανεξάρτητο κράτος, και είχαν μια άλλη άποψη για εμάς. Μόλις μας γνώρισαν όμως κατάλαβαν ότι εμείς οι Έλληνες δεν είμαστε αυτό που νόμιζαν. Και ένα καλό της αποστολής είναι και αυτό, ότι μπορούμε να δείξουμε στους ξένους πως δεν είμαστε όλα αυτά που μας παρουσιάζουν. Τεμπέληδες κ.α.».
Ο λοχίας Γιώργος Γιακιντζάκης από την άλλη, μιλάει Σερβικά και είναι πιο εύκολη η επικοινωνία του με το ένα κομμάτι του πληθυσμού. Πάνε κάθε Κυριακή στη Γκρατσάνιτσα στην εκκλησία. Η Γκρατσάνιτσα είναι νότια της Πρίστινας και στο μεγαλύτερο μέρος της κατοικείται από Σέρβους. Εκεί είναι και το μεσαιωνικό ορθόδοξο μοναστήρι. «Εγώ θεωρώ πιο προσκείμενους προς εμάς τους Σέρβους, γιατί είναι ορθόδοξοι, γιατί είναι браћа… που στα σερβικά σημαίνει αδέλφια». Μας λέει όμως και πόσο περίεργος του φαίνεται αυτός ο διαχωρισμός που υπάρχει στο βόρειο τμήμα, από τη μια μεριά Αλβανοί και στα 10 μέτρα Σέρβοι, με τις σημαίες τους και άλλο νόμισμα.
«Το βόρειο τμήμα έχει ακόμη περισσότερες εντάσεις;», ρωτάω τον αντισυνταγματάρχη Αλέξανδρο Χατζηαλεξανδρή.
Ναι, οπωσδήποτε. Εκεί είναι το τμήμα με τους Σέρβους και προτιμούν τους Έλληνες για να δραστηριοποιούνται στα μέρη που είναι οι Σέρβοι, επειδή οι σχέσεις είναι καλύτερες και λόγω θρησκείας. Εκεί έχουν ρόλο διατήρησης της ασφάλειας. Εδώ είναι η φύλαξη και η ασφάλεια του στρατοπέδου. Επίσης έχουμε τέσσερις αξιωματικούς, εμένα και άλλους τρεις, που είμαστε στο στρατηγείο. Είμαστε ξεχωριστή δύναμη από τους guards, από τους φρουρούς.
Πως βλέπουν τους Έλληνες; Που δεν έχουμε αναγνωρίσει το Κόσοβο
Είναι πολύ λίγοι αυτοί που μου λένε, αστειευόμενοι, πότε θα αναγνωρίσετε το Κόσοβο εσείς; Γενικά εισπράττω καλή συμπεριφορά, φιλική. Αλλά είναι και τι εκπέμπεις και εσύ, για να εισπράττεις και ανάλογη συμπεριφορά. Πάντως, δεν έχω διαπιστώσει κάτι αρνητικό όσον αφορά στην αντιμετώπισή τους στο πρόσωπό μου. Κάθε άλλο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου