«Επί των θέσεών σας θα αμυνθείτε μέχρις εσχάτων», ήταν η λιτή και μόνη διαταγή του συνταγματάρχη Θεμιστοκλή Κετσέα προς τον ταγματάρχη Δημήτριο Κασλά, διοικητή του 2ου Τάγματος του 52ου Συντάγματος της 1ης Μεραρχίας που βρίσκονταν υπερασπιζόταν το Ύψωμα 731 στην Αλβανία.
Ύψωμα 731: Οι σύγχρονες θερμοπύλες που σταμάτησαν την ιταλική προέλαση προς Νότο© CNN.gr
Στο Ύψωμα 731 από τις 9 μέχρι τις 24 Μαρτίου 1941, κατά τη διάρκεια της περίφημης «εαρινής επίθεσης» του Μουσολίνι, ο ελληνικός στρατός, είχε και πάλι ραντεβού με την ιστορία.
Το Ύψωμα 731 ήταν ένας μικρός λόφος υψηλού στρατηγικού ενδιαφέροντος, λόγω της τοποθεσίας, καθώς βρισκόταν στη φυσική είσοδο που οδηγούσε στην κωμόπολη της Κλεισούρας, στον κεντρικό τομέα του αλβανικού μετώπου την οποία ήθελαν να ανακαταλάβουν οι Ιταλοί.
Το συγκεκριμένο ύψωμα είχε καταληφθεί από τις ελληνικές δυνάμεις κατά την περίοδο της μεγάλης ελληνικής αντεπίθεσης που είχε ξεκινήσει τον Νοέμβριο του 1940.
Η στρατηγική σημασία που απέδιδε το ιταλικό επιτελείο στη συγκεκριμένη επιχείρηση, επιβεβαιώνεται και από το ότι την παρακολουθούσε αυτοπροσώπως ο ίδιος ο Μουσολίνι στην οποία πόνταρε την αξιοπιστία του απέναντι στον Χίτλερ τα στρατεύματα του οποίου την ίδια περίοδο, έκαναν περίπατο στο Δυτικό Μέτωπο.
Η εαρινή επίθεση και η μάχη για το ύψωμα
Το Β΄Σώμα Στρατού, είχε λάβει πληροφορίες από τις αρχές Φεβρουαρίου για τις πυρετώδεις ιταλικές προετοιμασίες και από τις 9 Φεβρουαρίου εκδόθηκε διαταγή αμυντικής εγκατάστασης και κατά βάθος κλιμάκωσης των μονάδων. Ως τις 9 Μαρτίου, είχαν οργανωθεί αμυντικά όλες οι ελληνικές μονάδες και είχαν μελετηθεί όλες οι πιθανές ιταλικές ενέργειες.
Στις 6:30 το πρωί της 9ης Μαρτίου 1941, άρχισε σφοδρός βομβαρδισμός του εχθρικού πυροβολικού σε όλη τη ζώνη του Β΄ Σώματος Στρατού, με μεγαλύτερη πυκνότητα στον τομέα της Ι Μεραρχίας.
Τριακόσια πυροβόλα, έριξαν για 2,5 ώρες 100.000 βλήματα σε μέτωπο 6 χιλιομέτρων. Η περιοχή των υψωμάτων 731 και 717 (Μπρέγκου Ραπίτ), κυριολεκτικά ανασκάφηκε, οι τηλεφωνικές επικοινωνίες διακόπηκαν, ενώ καπνοί και φλόγες κάλυψαν τα δύο υψώματα. Στις επιχειρήσεις μετείχε και η ιταλική αεροπορία που βομβάρδιζε τις συγκοινωνίες και τις εφεδρείες.
Από ελληνικής πλευράς, το κύριο βάρος των επιθέσεων δέχτηκε το 5ο Σύνταγμα Πεζικού, με διοικητή τον Συνταγματάρχη Νικόλαο Γεωργούλα και ειδικότερα ο δεξιός υποτομέας, που περιλάμβανε τα υψώματα 731 και 717, όπου αμυνόταν το υποσυγκρότημα του Σ/χη Θεμιστοκλή Κετσέα.
Οι σκληρές μάχες από τις 9 ως τις 24 Μαρτίου 1941
Παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειες των Ιταλών, την πρώτη μέρα της επίθεσης, τα εδαφικά τους κέρδη ήταν ασήμαντα. Ο Μουσολίνι παρακολουθούσε από το παρατηρητήριο της Γκλάβας το VIII ιταλικό Σώμα Στρατού που είχε αναλάβει το κύριο βάρος της επίθεσης και δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένος με όσα έβλεπε.
Τη Δευτέρα, 10 Μαρτίου 1941, οι Ιταλοί επιτέθηκαν εκ νέου στα υψώματα 731, 717, 1060 (Τρεμπεσίνα) και Κιάφε Λουζίτ. Έβρεχε καταρρακτωδώς. Με τη βοήθεια και της ομίχλης στις 11:20 π.μ. κατέλαβαν το τμήμα του υψώματος «Μάλι Σπαντάριτ». Η ελληνική αντεπίθεση στις 14:30, οδήγησε στην ανακατάληψή του. Το βράδυ, οι Ιταλοί έριξαν εκατομμύρια προκηρύξεις από τα αεροπλάνα τους, με τις οποίες καλούσαν τους Έλληνες να παραδοθούν, κάτι που φυσικά δεν υπήρχε περίπτωση να συμβεί.
Η Τρίτη 11 Μαρτίου 1941, ήταν εφιαλτική για τους Ιταλούς καθώς έπαθαν μεγάλη πανωλεθρία. Επωφελούμενοι από το σκοτάδι και την ομίχλη, επιχείρησαν νυχτερινή προσπέλαση μέσα από τη χαράδρα «Μεγάλο Ρέμα», για να υπερκεράσουν το ύψωμα 731 με δύο Τάγματα, ενώ παράλληλα επιτέθηκαν εναντίον του 731, με το Ι/72 Τάγμα και πλευρικά, με το III/72 Τάγμα. Στις 8.45 π.μ., ο Σ/χης Κετσέας διέταξε έναρξη του πυρός. Η χαράδρα «Πρόι Μαθ», μεταβλήθηκε σε νεκροταφείο για τους Ιταλούς.
Τα Τάγματα II/5 (Διοικητής Κασλάς) και III/19 (Διοικητής Κουτρίδης) και αυτοβούλως οπλίτες Πυροβολικού, με επικεφαλής τον Ανθυπολογαχό (ΠΒ) Μητρομάρα, μάγειροι και ημιονηγοί (“μουλαράδες”), θέρισαν τους Ιταλούς. 250 νεκροί και 501 αιχμάλωτοι Ιταλοί, ανάμεσά τους 3 Ταγματάρχες και άλλοι 17 αξιωματικοί ήταν τα θύματα των ηρωικών Ελλήνων μαχητών.
Οι Ιταλικές επιθέσεις συνέχισαν με την ίδια σφοδρότητα και τις επόμενες ημέρες έως και τις 24 Μαρτίου, χωρίς ωστόσο να πετυχαίνουν τον αντικειμενικό σκοπό της επιχείρησης, που ήταν η κατάληψη του Υψώματος.
Από τις 6 Απριλίου 1941, οπότε άρχισε η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα έως και τις 13-14 Απριλίου 1941, οι ελληνικές δυνάμεις κρατούσαν σταθερά τις θέσεις τους στη Βόρειο Ήπειρο. Μετά την ανακωχή Ελλάδας-Γερμανίας στις 20 Απριλίου 1941, οι έφεδροι άνδρες της I Μεραρχίας, παρέδωσαν τον οπλισμό τους και έλαβαν προσωρινό απολυτήριο. Είχαν καταφέρει, όπως φυσικά και οι άνδρες των υπόλοιπων Μεραρχιών, ένα θαύμα, που δυστυχώς αναγνωρίστηκε μόνο με λόγια και όχι με πράξεις, από τους Συμμάχους μετά τη λήξη του Πολέμου.
Το τίμημα
Το τίμημα που κατέβαλαν οι ελληνικές δυνάμεις κατά τις πολυήμερες μάχες με επίκεντρο το Ύψωμα 731, ώστε να ανακόψουν την ιταλική προέλαση προς Νότο, ήταν βαρύ: 47 αξιωματικοί και 1.196 οπλίτες νεκροί, 144 αξιωματικοί και 3.872 οπλίτες τραυματίες.
Οι ιταλικές απώλειες, ήταν βαρύτατες. Συνολικά 11.800 αξιωματικοί και οπλίτες νεκροί και τραυματίες.
Τέλος, εντυπωσιακό είναι το στοιχείο που παραθέτει ο Ζαχαρίας Τσιρπανλής στο βιβλίο του «Έλληνες και Ιταλοί στα 1940-41», όπου σε όλη τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, οι Ιταλοί είχαν 25.067 αγνοούμενους, έναντι 1.290 των Ελλήνων.
msn
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου