Η Διώρυγα της Κορίνθου είναι διώρυγα η οποία ενώνει τον Σαρωνικό με τον Κορινθιακό κόλπο, στη θέση του Ισθμού της Κορίνθου, λίγο ανατολικότερα από την πόλη της Κορίνθου. Κατασκευάστηκε μεταξύ των ετών 1880-1893, έργο του Έλληνα μηχανικού Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη. Η κατασκευή της είναι αποτέλεσμα της αναπτυξιακής πολιτικής του πρωθυπουργού Χαρίλαου Τρικούπη, ο οποίος με την κατασκευή μεγάλων έργων υποδομής στόχευε στη δημιουργία ενός σύγχρονου και οικονομικά ανεπτυγμένου κράτους.
Στα αρχαία χρόνια μεταξύ του τείχους του Ισθμού και του περιβόλου του υπήρχε η δίολκος, οδός μέσω της οποίας μεταφερόταν εμπορεύματα και μικρά πλοία για να αποφευχθεί ο περίπλους της Πελοποννήσου. Η δίολκος, κατασκευή του Περιάνδρου, ήταν ένας πλακόστρωτος δρόμος ντυμένος με ξύλα, επάνω στον οποίο γλιστρούσαν τα πλοία με τη βοήθεια λίπους. Τα πλοία που υπερισθμίζοντο πλήρωναν τέλη, που ήταν το πιο σημαντικό έσοδο της Κορίνθου.
Η ιδέα της διώρυγας υπήρχε ήδη από την εποχή του Περίανδρου, το 602 π.Χ. Ο πρώτος που προσπάθησε την υλοποίησή του ήταν ο Νέρων, το 66 μ.Χ., σε σχέδια του Ιούλιου Καίσαρα και του Καλιγούλα. Μετά το θάνατο του Νέρωνα, συνέχισε την προσπάθεια ο Ηρώδης ο Αττικός, ο οποίος όμως την εγκατέλειψε.
Ο Ι. Καποδίστριας, προβλέποντας τη σημασία που θα είχε η διώρυγα στην ανάπτυξη της Ελλάδας, ανέθεσε τη σχετική μελέτη σε μηχανικό. Η δαπάνη εκτιμήθηκε σε 40.000.000 χρυσά φράγκα, που δεν μπορούσαν να εξευρεθούν από τη διεθνή χρηματαγορά και η προσπάθεια εγκαταλείφθηκε. Το 1869 έγινε η διώρυγα του Σουέζ και τον Νοέμβριο του ίδιου έτους η Κυβέρνηση Ζαΐμη ψήφισε νόμο "περί διορύξεως του Ισθμού", που εταιρεία ή ιδιώτης θα αναλάμβανε την κατασκευή και εκμετάλλευση του έργου.
Η μελέτη του έργου έγινε από τον Ούγγρο στρατηγό István Türr, ο οποίος ίδρυσε την Διεθνή Εταιρεία της Θαλασσίας Διώρυγος της Κορίνθου (Société Internationale du Canal Maritime de Corinthe).[2][3] Στο έργο συμμετείχαν και άλλοι Ούγγροι ή Σλοβάκοι μηχανικοί, όπως ο Ίστβαν Τουρ και ο Μπέλα Γκέστερ από το Κόσιτσε της σημερινής Σλοβακίας. Λόγω έλλειψης κεφαλαίων το έργο ολοκληρώθηκε από εταιρεία του Ανδρέα Συγγρού το 1893. Οι εργασίες για τη διώρυγα εγκαινιάστηκαν την 23 Απριλίου 1882 παρουσία του βασιλιά Γεωργίου Α'.
Το 1944 ο γερμανικός στρατός ανατίναξε κατά την αποχώρησή του τη σιδηροδρομική γέφυρα καταστρέφοντας παράλληλα τα πρανή της διώρυγας. Εντός αυτής έπεσαν 60 χιλιάδες κυβικά μέτρα χώμα και βράχια που προήλθαν από τις ανατινάξεις των Γερμανών οι οποίοι στη συνέχεια κατακρήμνισαν εντός και όλο το σιδηροδρομικό υλικό που είχαν στη διάθεσή τους (ατμομηχανές και βαγόνια) προκειμένου να καταστήσουν τη διώρυγα άχρηστη. Η πρόθεσή τους δεν είχε να κάνει με πολεμικές πράξεις, παρά μόνο με τη βαρβαρική μανία και αγάπη προς την καταστροφή που τους διέκρινε. Η Διώρυγα παρέμεινε κλειστή για πέντε περίπου χρόνια και το 1949 ξανάρχισε η λειτουργία της.
Το 1947 η Σχολή Μηχανικού του Ελληνικού Στρατού ανέλαβε την κατασκευή γέφυρας για τη διέλευση οχημάτων. Μέχρι σήμερα οι εγκαταστάσεις της Σχολής είναι ορατές από την πλωτή γέφυρα της Ποσειδωνίας. Στο μεταξύ η επικοινωνία μεταξύ των δύο στεριών γινόταν με πλωτά μέσα με τη χρήση αλυσίδας.
Η διώρυγα έχει μήκος 6.346 m, πλάτος στην επιφάνεια της θάλασσας 24,6 m, στο βυθό της 21,3 m, ενώ το βάθος της κυμαίνεται από 7,50 έως 8 m. Κάθε χρόνο περνούν τη διώρυγα 12.000 πλοία.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου