3 ΣτΕ 2192/2014 Ολομέλεια – Αντισυνταγματικότητα περικοπών στις αποδοχές και συντάξεις στρατιωτικών ενόπλων δυνάμεων και σωμάτων ασφαλείας (βλ. και ΣτΕ 2193-6/2014 Ολομ.)
Με τη ΣτΕ 2192/2014 έγινε δεκτή αίτηση ακυρώσεως των Ενώσεων Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας κατά αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών και ακυρώθηκε η απόφαση αυτή καθ΄ό μέρος αφορά την αναδρομική από 1-8-2012 μείωση των συντάξεων των αποστράτων αξιωματικών και ανθυπασπιστών των ενόπλων δυνάμεων, συνεπεία της οποίας υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν εισπραχθείσες συντάξιμες αποδοχές ως αχρεωστήτως καταβληθείσες.
Ειδικότερα: καθ’ ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3 του Συντάγματος, των εκτελεστικών του ως άνω άρθρου 45 του Συντάγματος ν. 660/1977 και 2292/1995, με τους οποίους ρυθμίσθηκαν τα ζητήματα διάρθρωσης και διοίκησης των ενόπλων δυνάμεων, των ρυθμίσεων για την κατάσταση των αξιωματικών των ενόπλων δυνάμεων που περιλαμβάνονται στο ν.δ/μα 1400/1973 και τους στρατιωτικούς κανονισμούς που έχουν εκδοθεί ανά κλάδο ενόπλων δυνάμεων (π.δ/τα 130/1984, 210/1993 και 60/2009) .. του ν. 1481/1984 περί συστάσεως της Ελληνικής Αστυνομίας και του τροποποιητικού αυτού ν. 2800/2000 περί συστάσεως Αρχηγείου της ΕΛ.ΑΣ., των ν. 3922/2011 και 4150/2013 περί Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής, του ν. 3079/2002 με τον οποίο κυρώθηκε ο Κώδικας Προσωπικού του Λιμενικού Σώματος, όπως και των μισθολογικού χαρακτήρα ρυθμίσεων του άρθρου 2 παρ. 5 του ν. 754/1978, του ν. 1643/1986, του ν. 2448/1996 και του ν. 3205/2003, το δικαστήριο δέχθηκε τα εξής: «.. από τις ανωτέρω μνημονευόμενες διατάξεις συνάγεται ότι η αποστολή των ενόπλων δυνάμεων, όπως εξειδικεύεται από τους εκτελεστικούς του άρθρου 45 του Συντάγματος νόμους, συνίσταται στη διασφάλιση της εθνικής άμυνας, έννοια στην οποία περιλαμβάνεται η διαφύλαξη της εθνικής ανεξαρτησίας, η προάσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, η προστασία των ελλήνων πολιτών έναντι εξωτερικών επιθέσεων και απειλών και η εν γένει υποστήριξη των εθνικών συμφερόντων, σκοπών, δηλαδή, που, ως εκ της φύσεώς τους, συνάπτονται άμεσα με την ίδια την κρατική υπόσταση. Έμμεση αναγνώριση της αποστολής αυτής αποτελεί, εξάλλου, και η εκ του Συντάγματος ανάθεση της αρχηγίας των ενόπλων δυνάμεων στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος απονέμει τους βαθμούς στα στελέχη τους. Αντίστοιχης σπουδαιότητας είναι και η κύρια αποστολή των ενόπλων σωμάτων ασφαλείας (της Ελληνικής Αστυνομίας και του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής), η οποία συνίσταται στην τήρηση της δημόσιας τάξης και της κρατικής ασφάλειας και, εφόσον παραστεί ανάγκη, στην εξασφάλιση της εθνικής άμυνας σε συνεργασία με τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας .. Η εθνική άμυνα, η δημόσια τάξη και η κρατική ασφάλεια, ειδικότερες εκφάνσεις των οποίων αποτελεί η πρόληψη και η καταστολή του εγκλήματος, ως κατεξοχήν δημόσιες εξουσίες και εκφράσεις κυριαρχίας, αποτελούν αρμοδιότητες αναπόσπαστες από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας. Για το λόγο αυτό, η άσκηση των επιμέρους αρμοδιοτήτων που συγκροτούν την αποστολή των σωμάτων αυτών, μη δυνάμενη, κατ’ αρχήν, να παραχωρηθεί σε ιδιώτες ασκείται, μέσω των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, μόνον από το κράτος .. Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις συνάγεται περαιτέρω, ότι για την εκπλήρωση της συνταγματικής τους αποστολής, τόσο οι ένοπλες δυνάμεις όσο και τα σώματα ασφαλείας αποτελούν στρατιωτικώς οργανωμένα σώματα, με αυστηρή ιεραρχική δομή και λειτουργία, βασισμένη στην απαρέγκλιτη τήρηση των κανόνων της πειθαρχίας και της υπακοής των κατωτέρων προς τους ανωτέρους τους, οι δε υπηρετούντες σ΄αυτά δεν αποτελούν πολιτικούς, αλλά στρατιωτικούς υπαλλήλους επί των οποίων δεν εφαρμόζονται οι περί μονιμότητας διατάξεις του άρθρου 103 παρ.4 του Συντάγματος .. Λόγω, εξάλλου, της ιδιαίτερα επικίνδυνης αποστολής των σωμάτων αυτών, συνεπαγόμενης εμπλοκή σε γυμνάσια και ασκήσεις, ενδεχομένως και σε πολεμικές επιχειρήσεις (στρατιωτικοί ενόπλων δυνάμεων) ή σύγκρουση με το έγκλημα (αστυνομικοί, λιμενικοί), αλλά και του χαρακτήρα των σωμάτων αυτών, ως στρατιωτικώς οργανωμένων, οι υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας τελούν υπό ιδιαίτερο εξουσιαστικό καθεστώς. Η ειδική αυτή σχέση εξουσιάσεως προς το κράτος συνεπάγεται αυξημένες υπηρεσιακές και εξωυπηρεσιακές υποχρεώσεις και δικαιολογεί τις απολύτου χαρακτήρα απαγορεύσεις της απεργίας των στρατιωτικών και των εκδηλώσεών τους υπέρ ή κατά πολιτικών κομμάτων, που επιβάλλονται από τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ.2 και 29 παρ.3 του Συντάγματος, περαιτέρω δε καθιστά συνταγματικά επιτρεπτούς τους ειδικούς περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων των στρατιωτικών, οι οποίοι δεν θα ήταν ανεκτοί εάν επιβάλλονταν στους λοιπούς πολίτες, όπως του δικαιώματος ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και επαγγελματικής ελευθερίας, του δικαιώματος εκφράσεως και των δικαιωμάτων συνενώσεως και συναθροίσεως. Ειδικότερα, τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, κατά την άσκηση των ατομικών τους δικαιωμάτων, υπόκεινται, πέραν των γενικών περιορισμών που επιβάλλει ο νόμος, και σε ειδικότερους πρόσθετους περιορισμούς που δικαιολογούνται από τη φύση της σχέσης τους με το κράτος και τις απορρέουσες από τη σχέση αυτή υποχρεώσεις, εφόσον, βεβαίως, δεν οδηγούν σε κατ’ ουσία αναίρεση του αντιστοίχου δικαιώματος .. Εξάλλου, οι κανόνες του πειθαρχικού δικαίου των στρατιωτικών καθιερώνουν ιδιαίτερα πειθαρχικά παραπτώματα, που δικαιολογούνται κατ΄αρχήν εκ της ανάγκης αποτελεσματικής ασκήσεως της αποστολής των σωμάτων αυτών και διατηρήσεως της συνοχής και της πειθαρχίας τους, τα οποία, μάλιστα, τιμωρούνται με την επιβολή πειθαρχικών ποινών περιοριστικών της ελευθερίας των παραβατών (περιορισμός, κράτηση, φυλάκιση κ.α.), ενώ περαιτέρω οι στρατιωτικοί των ενόπλων δυνάμεων και του λιμενικού σώματος υπάγονται, στη δικαιοδοσία των ειδικών ποινικών δικαστηρίων του άρθρου 96 παρ. 4 περ. α΄ του Συντάγματος και στις διατάξεις του στρατιωτικού ποινικού κώδικα, με τις οποίες καθιερώνονται ιδιαίτερα στρατιωτικά εγκλήματα, διακεκριμένα των προβλεπομένων από τις διατάξεις του κοινού ποινικού δικαίου. Τέλος, στοιχεία της υπηρεσιακής καταστάσεως των στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας είναι, μεταξύ άλλων, και η διαρκής ετοιμότητα και η αυξημένη επιφυλακή, η κατ΄αρχήν αποκλειστική απασχόλησή τους και η συνακόλουθη απαγόρευση ασκήσεως άλλου επαγγέλματος ή παροχή επ΄αμοιβή ιδιωτικού έργου, όπως επίσης και οι συχνές μεταθέσεις τους. .. από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται περαιτέρω ότι αντιστάθμισμα των ανωτέρω απαγορεύσεων και περιορισμών και των ειδικών συνθηκών εργασίας των στρατιωτικών και των σωμάτων ασφαλείας, οι οποίες συνεπάγονται αυξημένους κινδύνους για τη ζωή και τη σωματική τους ακεραιότητα, αλλά και αναγνώριση της σημασίας της αποστολής που επιτελούν, αποτελεί η ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση τους, την οποία διαχρονικώς τους επιφύλαξε ο κοινός νομοθέτης. H ευνοϊκή αυτή μεταχείριση δεν είναι ανάλογη με εκείνη των αμέσων πολιτειακών οργάνων του Κράτους, η οποία θεμελιώνεται στο άρθρο 26 του Συντάγματος και, στη συνέχεια, όσον αφορά τους δικαστικούς λειτουργούς, κατοχυρώνεται και ρητώς στο άρθρο 88 παρ.2 αυτού, το οποίο επιτάσσει την χορήγηση σ΄αυτούς, με ειδικό νόμο, αποδοχών αναλόγων προς το λειτούργημά τους και τουλάχιστον ίσων προς τις αποδοχές των αντιστοίχων προς τους δικαστικούς λειτουργούς οργάνων των άλλων δύο λειτουργιών, αλλά, όσον αφορά τους στρατιωτικούς και τους υπαλλήλους των σωμάτων ασφαλείας, η ευνοϊκή μισθολογική μεταχείρισή τους απορρέει εμμέσως εκ της ιδιαίτερης σημασίας της εκ του Συντάγματος αποστολής τους που δικαιολογεί, εξάλλου, και τις συνταγματικές απαγορεύσεις και τους ειδικούς περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων τους .. Ειδικότερα, η αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των στρατιωτικών εγγυάται την διαμόρφωση του ύψους των αποδοχών τους με κριτήρια όχι μόνον τον κλάδο, τον βαθμό ή τα καθήκοντα του υπαλλήλου αλλά την λήψη υπόψη και κριτηρίων, όπως οι ιδιαίτερες συνθήκες ασκήσεως και η επικινδυνότητα του επαγγέλματός τους ώστε οι αποδοχές τους να είναι επαρκείς για αξιοπρεπή διαβίωση και ανάλογες της σημασίας της αποστολής τους για το Κράτος, προκειμένου, συγχρόνως, να αποτρέπονται η εξωυπηρεσιακή απασχόλησή τους, και δη σε τομείς που ιδιαιτέρως εξυπηρετούνται από την στρατιωτική ή αστυνομική τους ιδιότητα (φύλαξη προσώπων, επιχειρήσεων κ.λ.π.), καθώς και οι συνδεόμενοι με την άσκηση των καθηκόντων τους ηυξημένοι κίνδυνοι διαφθοράς. Το δε ύψος των αποδοχών της ηγεσίας των σωμάτων αυτών και των υπηρετούντων στους ανώτατους βαθμούς πρέπει να διαμορφώνεται αναλόγως και του κύρους του βαθμού τους και των ευθυνών των καθηκόντων τους τόσο σε καιρό ειρήνης όσο και πολέμου, λόγω, εξάλλου, και της αυστηρής ιεραρχικής δομής των στρατιωτικών σωμάτων. Συνεπώς, η υποχρέωση τηρήσεως από τον κοινό νομοθέτη της απορρέουσας εμμέσως από τις διατάξεις των άρθρων 45, 23 παρ.2 και 29 παρ.3 του Συντάγματος, αρχής της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των στρατιωτικών αποτελεί μία πρόσθετη θεσμική εγγύηση που εξασφαλίζει την αποτελεσματική εκπλήρωση της αποστολής των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας μέσω της ενισχύσεως του ηθικού των στελεχών τους, αλλά και δικαίωμα των στρατιωτικών, λόγω των συνταγματικών απαγορεύσεων και περιορισμών, στους οποίες υπόκεινται και της επικινδυνότητας των καθηκόντων τους. Και ναι μεν στο πλαίσιο της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής και κατ΄ εκτίμηση των εκάστοτε κρατουσών οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών ο κοινός νομοθέτης δύναται να προβεί σε μείωση του βασικού μισθού ή και των επιδομάτων των στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, δεδομένου, μάλιστα, ότι από καμία συνταγματική διάταξη ή αρχή δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε αποδοχές συγκεκριμένου ύψους, όμως η μεταβολή του μισθολογικού καθεστώτος των στρατιωτικών με τέτοιας φύσεως ή εκτάσεως μείωση των αποδοχών, που να επιφέρει ανατροπή του έως τότε ισχύοντος μισθολογικού καθεστώτος, δεν μπορεί να γίνει χωρίς να έχει προηγουμένως εκτιμηθεί το δημοσιονομικό όφελος, σε σχέση με τις επιπτώσεις, που η μείωση αυτή μπορεί να έχει στην λειτουργία των ενόπλων αυτών σωμάτων, καθώς και αν η μείωση είναι αναγκαία ή θα μπορούσε να αναπληρωθεί με άλλα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, με μικρότερο κόστος για το προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας. Η υποχρέωση αυτή, η οποία ισχύει, κατ΄αρχήν, για κάθε σημαντική μείωση αποδοχών, η οποία στρέφεται κατά συγκεκριμένης κατηγορίας υπαλλήλων ή λειτουργών του Δημοσίου, καθίσταται εντονότερη στην περίπτωση των στρατιωτικών, υπέρ των οποίων ο νομοθέτης έχει, σύμφωνα με όσα ανωτέρω έχουν εκτεθεί, υποχρέωση, κατά τον προσδιορισμό του ύψους των αποδοχών τους, να λαμβάνει υπόψη, εκτός από τα συνήθη κριτήρια, και τις ιδιαίτερες συνθήκες ασκήσεως και την επικινδυνότητα του επαγγέλματός τους, καθώς και την επιτασσομένη αποκλειστική αφιέρωση στο επάγγελμα αυτό, ώστε οι αποδοχές τους να είναι επαρκείς για αξιοπρεπή διαβίωση και ανάλογες της σημασίας της αποστολής τους. Στο αρμόδιο δε δικαστήριο επιφυλάσσεται ο έλεγχος της συνταγματικότητας των σχετικών διατάξεων, από την άποψη της λήψεως υπόψη από τον νομοθέτη, στην συγκεκριμένη περίπτωση, των ως άνω νομίμων κριτηρίων και όχι άλλων προδήλως απροσφόρων, έλεγχος πάντως που είναι οριακός ..» (βλ. σκέψεις 11 και 12). Περαιτέρω, το δικαστήριο έλαβε υπ’ όψιν τις προβλέψεις, σχετικά με τη μείωση των αποκαλούμενων «ειδικών μισθολογίων» του δημόσιου τομέα, του εγκριθέντος με το άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 4046/2012 Μνημονίου Συνεννόησης, όπως και της 2012/211/ΕΕ αποφάσεως του Συμβουλίου της 13.3.2012, που ελήφθη μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της διαδικασίας για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους (PSI), οι οποίες προηγήθηκαν του ν. 4093/2012, με τον οποίο εγκρίθηκε το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016, με τις διατάξεις δε των περιπτώσεων 13-36 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του οποίου επήλθαν μειώσεις σε όλα τα χαρακτηρισθέντα από τον νομοθέτη «ειδικά μισθολόγια», καθώς επίσης (έλαβε υπ’ όψιν) ότι μετά την δημοσίευση του ν. 4093/2012 και την κύρωση του κρατικού προϋπολογισμού στον οποίο ενσωματώθηκαν τα μέτρα δημοσιονομικής στρατηγικής που είχαν περιληφθεί στο μεσοπρόθεσμο πλαίσιο δημοσιονομικής στρατηγικής (ν. 4095/2012), το Eurogroup αποφάσισε στις 27 Νοεμβρίου 2012 την αποκατάσταση της ομαλής ροής χρηματοδότησης της Ελλάδας, ενώ τον Δεκέμβριο του 2012 έλαβε χώρα νέα επικαιροποίηση του Μνημονίου Συνεννόησης, στο οποίο κατεγράφησαν όλα τα μέτρα που είχαν ήδη περιληφθεί στο μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχεδιασμό για τον περιορισμό του μισθολογικού κόστους του δημοσίου, μεταξύ των οποίων και η προοδευτική μείωση των αποδοχών των αμειβομένων βάσει ειδικών μισθολογίων. Εξ άλλου, με τις διατάξεις των περιπτώσεων 31-33 της ανωτέρω υποπαραγράφου Γ.1 του ν. 4093/2012, που, σύμφωνα και με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, θεσπίσθηκαν στο πλαίσιο εφαρμογής του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής, μειώθηκαν οι αποδοχές των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, με τη μείωση του βασικού μισθού του υπολοχαγού και των αντίστοιχων βαθμών, τη μείωση των συντελεστών βάσει των οποίων καθορίζονται οι βασικοί μισθοί των λοιπών βαθμών και τη μείωση των προβλεπόμενων επιδομάτων και αποζημιώσεων, ενώ, κατ’ εξουσιοδότηση της διατάξεως της περιπτώσεως 37, με την οποία ορίσθηκε ότι «Ο χρόνος και ο τρόπος επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθεισών αποδοχών .. , που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας υποπαραγράφου, καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών», εκδόθηκε η προσβληθείσα υπ’ αριθ. 2/83408/0022/14.11.2012 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (Β΄ 3017/14.11.2012), με την οποία καθορίσθηκε ο χρόνος και ο τρόπος επιστροφής των ποσών που προέκυψαν από την αναδρομική μείωση, από 1-8-2012, των αποδοχών και συντάξεων των μισθοδοτουμένων βάσει ειδικών μισθολογίων` με τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 4093/2012 επήλθαν, όπως προκύπτει και από την συνοδεύουσα τον νόμο αυτό έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, στις αποδοχές των στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων και των υπαλλήλων των σωμάτων ασφαλείας οι αναλυτικά αναφερόμενες στη σκέψη 16 της αποφάσεως μεταβολές. Βάσει των δεδομένων που προκύπτουν από τις εκτεθείσες στις σκέψεις 13-15 ρυθμίσεις και πράξεις και άλλωστε επιβεβαιώνονται και από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψηφίσεως του ν. 4093/2012 από τη Βουλή των Ελλήνων κυριαρχικώς (ότι δηλαδή «ο νομοθέτης, αφού διαπίστωσε ότι η οικονομική ύφεση συνεχίζεται και ότι η χώρα εξακολουθεί να έχει “συνεχή προβλήματα με τη φορολογική συμμόρφωση”, την είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών και την προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αποφάσισε να λάβει και πάλι, μεταξύ άλλων, ως άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης την περαιτέρω μείωση των αποδοχών των μισθοδοτούμενων από το δημόσιο βάσει "ειδικών" μισθολογίων υπαλλήλων και λειτουργών», παρότι δε « .. καθένα από τα "ειδικά" αυτά μισθολόγια αφορούσε διαφορετική κατηγορία λειτουργών ή υπαλλήλων, με απολύτως διακεκριμένα καθήκοντα και αποστολή, ο νομοθέτης τα αντιμετώπισε συλλήβδην ως ένα ενιαίο οικονομικό μέγεθος, το οποίο έπρεπε, υπολογιζόμενο ως σύνολο, να μειωθεί κατά ποσοστό 10% στο πλαίσιο της επιχειρούμενης μειώσεως του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημοσίου χρέους»), το δικαστήριο συνήγαγε περαιτέρω τα εξής: « .. ο νομοθέτης, χωρίς να λάβει υπόψη τους λόγους για τους οποίους είχε θεσπισθεί ιδιαίτερο μισθολόγιο για καθεμία από τις εν λόγω κατηγορίες λειτουργών ή υπαλλήλων και το οποίο, για ορισμένες εξ αυτών, συνδέεται με την άσκηση της εκ του Συντάγματος κρατικής τους αποστολής, προέβη σε μείωση των "ειδικών" μισθολογίων, αποδίδοντας σημασία, για τον καθορισμό του ύψους της μειώσεως σε κάθε μισθολόγιο και σε κάθε βαθμό εντός του αυτού μισθολογίου, αποκλειστικώς και μόνον στο μαθηματικό ύψος των έως τότε χορηγουμένων αποδοχών. Με βάση το κριτήριο αυτό ο νομοθέτης θέσπισε μεγαλύτερο ποσοστό μειώσεως (άνω δηλαδή του 10%, το οποίο εξελήφθη ως μέσος όρος για τις μειώσεις σε όλα τα μισθολόγια) στα μισθολόγια, στα οποία το ύψος των αποδοχών ήταν γενικώς μαθηματικώς υψηλότερο, και μικρότερο σε εκείνα, στα οποία το ύψος των αποδοχών ήταν μαθηματικώς μικρότερο, εντός δε του ίδιου μισθολογίου μείωσε κατά μεγαλύτερο ποσοστό τις αποδοχές των κατεχόντων τους ανωτέρους και ανωτάτους βαθμούς λειτουργούς και υπαλλήλους. Κατ’ εφαρμογή του αμιγώς αριθμητικού αυτού κριτηρίου, ο νομοθέτης καθόρισε και τις μειώσεις στις αποδοχές των στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, επιφέροντας, ειδικότερα, μειώσεις στο ύψος του μισθού βάσης και των συντελεστών που εφαρμόζονται επ’ αυτού για τον υπολογισμό των βασικών μισθών των λοιπών βαθμών, καθώς και στο ύψος των χορηγούμενων σε αυτούς επιδομάτων, οι οποίες αποδοχές .. έχουν τον χαρακτήρα κινήτρου για την αποτελεσματικότερη εκπλήρωση της αποστολής τους και αντισταθμίσματος για τις ιδιαίτερες συνθήκες εκτέλεσης των καθηκόντων τους. Εξάλλου, για τη μείωση των συντελεστών, βάσει των οποίων καθορίζονται οι βασικοί μισθοί των στελεχών των ενόπλων αυτών σωμάτων, η εφαρμογή των οποίων άγει σε πρόσθετη σημαντική μείωση των αποδοχών των υψηλόβαθμων, ιδίως, στρατιωτικών (άνω του 10%) δεν παρατίθεται άλλη δικαιολογία, εκτός από το ότι οι μισθοί των ανώτατων αξιωματικών είναι μαθηματικώς υψηλότεροι των μισθών των υπολοίπων στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, ρύθμιση, η οποία, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, αποτελούσε επαρκές μέτρο για την προστασία όσων βρίσκονται "στις χαμηλότερες μισθολογικές κλίμακες"». Στη συνέχεια το δικαστήριο δέχθηκε ότι από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4, 79 παρ. 1 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος συνάγονται τα εξής: « .. σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσεως, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού και, ιδίως, όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο ταμείο λόγω της άμεσης εφαρμογής και αποτελεσματικότητας των επιβαλλομένων σε βάρος τους μέτρων για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος. Η δυνατότητα, όμως, αυτή δεν μπορεί να είναι απεριόριστη αλλά έχει ως όριο τις αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, οι οποίες επιτάσσουν το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής να κατανέμεται μεταξύ όλων των κατηγοριών απασχολουμένων τόσο στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, όπως, επίσης, και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα, δεδομένου, μάλιστα, ότι η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών είναι προς όφελος όλων. Και τούτο διότι, ενόψει και της καθιερουμένης στο άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος αξιώσεως του κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας να κατανέμεται πάντοτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών ώστε η σωρευτική επιβάρυνση αυτών να είναι ιδιαίτερα μεγάλη και να είναι πλέον εμφανής η υπέρβαση των ορίων της αναλογικότητας και της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών, αντί της προωθήσεως διαρθρωτικών μέτρων ή της εισπράξεως των φορολογικών εσόδων από την μη εφαρμογή των οποίων ευνοούνται, κυρίως, άλλες κατηγορίες πολιτών (πρβλ ΣτΕ 668/2012 Ολ.)» (βλ. σκέψη 19). Το δικαστήριο, εξ άλλου, διαπίστωσε ότι, από την δημοσίευση του ν. 3833/2010 «Προστασία της εθνικής οικονομίας – Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης» (Α’ 40/15.3.2010) μέχρι την αναδρομική από 1-8-2012 μείωση των αποδοχών τους που επήλθε με τις επίμαχες διατάξεις του ν. 4093/2012, τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας υπέστησαν διαδοχικώς τις αναφερόμενες στη σκέψη 20 της αποφάσεως μειώσεις των αποδοχών τους. Με τα ανωτέρω δεδομένα, το δικαστήριο έκρινε ότι « .. ούτε από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψηφίσεως του ν. 4093/2012, ούτε από το κείμενο του εγκριθέντος με τον νόμο αυτό Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016, ούτε, τέλος, από το κείμενο του εγκριθέντος με τον ν. 4046/2012 Μνημονίου Συνεννόησης προκύπτει ότι κατά τον προσδιορισμό του ύψους των περικοπών στο μισθολόγιο των στρατιωτικών ελήφθησαν υπόψη, πέραν του ανωτέρω καθαρώς αριθμητικού και, ως εκ τούτου, προδήλως απροσφόρου κριτηρίου, της επιτεύξεως δηλαδή συγκεκριμένης μεσοσταθμικής μειώσεως του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, η σημασία της αποστολής των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας και οι ιδιαίτερες συνθήκες ασκήσεως των καθηκόντων των στελεχών τους. Ούτε προκύπτει ότι έγιναν ειδικές εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις από τις εν λόγω μειώσεις στη λειτουργία των ενόπλων αυτών σωμάτων, ούτε αν οι εκ των μειώσεων προερχόμενες επιπτώσεις είναι μικρότερες ή μεγαλύτερες από το οικονομικό όφελος που θα προκύψει, ούτε, τέλος, αν θα μπορούσαν να ληφθούν άλλα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, με μικρότερο κόστος για το προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας. Δεν εξετάσθηκε, επίσης, αν οι αποδοχές των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας παραμένουν, και μετά τις νέες μειώσεις, επαρκείς για την αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς διαβίωσης τους και ανάλογες της αποστολής τους». «Η συνεκτίμηση των ως άνω κριτηρίων και λοιπών παραγόντων», έκρινε περαιτέρω το δικαστήριο, «ήταν .. επιβεβλημένη διότι οι επίμαχες περικοπές αφορούσαν σε αποδοχές των στελεχών στρατιωτικώς οργανωμένων σωμάτων, υπέρ των οποίων ο κοινός νομοθέτης έχει υποχρέωση ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως, η οποία απορρέει εμμέσως από τα άρθρα 45, 23 παρ.2 και 29 παρ.3 του Συντάγματος, ως αρχή που εγγυάται την αποτελεσματική εκπλήρωση της κρατικής αποστολής τους και ως αντιστάθμισμα για τις ιδιαίτερες συνθήκες εκτελέσεως των καθηκόντων τους». Οι ελλείψεις αυτές κρίθηκε ότι δεν μπορούσαν να αναπληρωθούν από μελέτη που προσκόμισε η διοίκηση, η οποία είχε συνταχθεί κατά τον Μάρτιο του 2011 στο πλαίσιο εκπονήσεως του ενιαίου βαθμολογίου και μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων (ν. 4024/2011) και, ανεξαρτήτως του ότι δεν προέκυπτε ότι είχε τεθεί στη διάθεση του νομοθετικού οργάνου και ληφθεί υπ’ όψιν κατά την διαμόρφωση των επιμέρους ρυθμίσεων του ν. 4093/2012, δεν περιείχε λόγους που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν από την ανωτέρω άποψη, τις επίμαχες περικοπές και ότι «με τα δεδομένα που ίσχυαν κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως του ν. 4093/2012» οι επελθούσες με το νόμο αυτό, βάσει του ανωτέρω καθαρώς αριθμητικού κριτηρίου, « συγκεκριμένες μειώσεις των αποδοχών των στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, .. συνυπολογιζόμενες με την πλήρη κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας, τις υπόλοιπες μειώσεις που .. επεβλήθησαν διαδοχικώς στις αποδοχές των στρατιωτικών και τις αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις, υπερβαίνουν, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος και της εκτάσεώς τους, το όριο που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, δεδομένης εξάλλου, και της αδυναμίας προωθήσεως των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και εισπράξεως των ληξιπροθέσμων φορολογικών οφειλών που απετέλεσαν .. έναν από τους λόγους για τους οποίους κρίθηκαν και πάλι αναγκαίες, μεταξύ άλλων, οι νέες μειώσεις στις αποδοχές των στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας». Κατόπιν των ανωτέρω, το δικαστήριο έκρινε ότι οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επικαλέσθηκε η Διοίκηση προς δικαιολόγηση των επίμαχων περικοπών του ν. 4093/2012, «οι οποίοι συνίστανται στην επίτευξη των στόχων του μεσοπρόθεσμου προγράμματος, στην εκπλήρωση, δηλαδή, των προϋποθέσεων που τίθενται, υπό μορφή προαπαιτούμενων, για τη συνέχιση της χρηματοδότησης του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας αν και δικαιολογούν κατ΄αρχήν, την λήψη μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών, περιοριζόμενοι στην ανάγκη μειώσεως του μισθολογικού κόστους του προσωπικού του Δημοσίου για την κάλυψη τμήματος του δημοσιονομικού κενού του προγράμματος προσαρμογής, το οποίο προέκυψε, κυρίως, λόγω της αποτυχίας εισπράξεως των προβλεπομένων φορολογικών εσόδων και των ανείσπρακτων οφειλών παρελθόντων ετών και της αδυναμίας προωθήσεως των διαρθρωτικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεων του προγράμματος προσαρμογής, δεν αρκούν για να καταστήσουν συνταγματικώς ανεκτές τις συγκεκριμένες περικοπές. Και τούτο διότι, ανεξαρτήτως του ότι το δημόσιο συμφέρον, για την εξυπηρέτηση του οποίου επεβλήθησαν οι νέες μειώσεις, δεν ήταν τόσο έντονο όσο εκείνο που δικαιολογούσε την υιοθέτηση των αρχικών μέτρων των ν. 3833/2010 και 3845/2010 που ελήφθησαν, κατά τις διαπιστώσεις του νομοθέτη, προ του κινδύνου άμεσης χρεωκοπίας και εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη, οι επίμαχες περικοπές συνιστούν μέτρα που λαμβάνονται μεν για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, επιβαρύνουν, όμως, και πάλι, κατά παράβαση της κατ’ άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος υποχρεώσεως όλων των πολιτών για εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, την ίδια κατηγορία πολιτών. Περαιτέρω, οι περικοπές αυτές δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ούτε εκ του λόγου ότι αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που περιέχει δέσμη μέτρων για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, προϋπόθεση, η οποία αποτελεί αναγκαίο όχι όμως και επαρκή όρο για την συνταγματικότητα των εν λόγω περικοπών. Εξάλλου, ανεπιτυχώς επιχειρείται η στήριξη της συνταγματικότητας των μέτρων αφενός μεν στην μεγαλύτερη της αναμενόμενης ύφεση της ελληνικής οικονομίας, η οποία κατέστησε μεν επιβεβλημένη την λήψη νέων μέτρων, όχι όμως και αναγκαίως την εκ νέου περιστολή του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, αφετέρου δε στην αυξημένη αποτελεσματικότητα των εν λόγω μέτρων, η οποία, ωστόσο, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κατ΄επανάληψη επιβάρυνση των ίδιων προσώπων. Τέλος, η υπ΄ αριθ. 2Ο12/211/ΕΕ απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 13.3.2012, με την οποία προβλέφθηκε «μείωση κατά 12% κατά μέσο όρο των ειδικών μισθών του δημόσιου τομέα για τους οποίους δεν ισχύει το νέο μισθολόγιο», εν πάση περιπτώσει δεν έχει την έννοια ότι απαλλάσσει τον εθνικό νομοθέτη, κατά την άσκηση της εθνικής δημοσιονομικής πολιτικής στο πλαίσιο εκπληρώσεως των διεθνών υποχρεώσεων της Χώρας, από την τήρηση των προαναφερομένων συνταγματικών διατάξεων και αρχών» (βλ. σκέψη 21). Κατόπιν τούτου, το δικαστήριο έκρινε, κατ’ αποδοχή σχετικού λόγου ακυρώσεως, ότι «οι διατάξεις των περιπτώσεων 31-33 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 .. καθώς και της απολύτου συναφούς προς αυτές διατάξεως της περιπτώσεως 37, αντίκεινται .. προς την απορρέουσα εμμέσως από τις διατάξεις των άρθρων 45, 23 παρ.2 και 29 παρ.9 του Συντάγματος αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των στρατιωτικών (Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας) καθώς και προς τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 4 παρ.5 και 25 παρ. 4» και ότι, συνεπώς, η προσβληθείσα απόφαση, « .. κατά το μέρος που στηρίζεται στις ανωτέρω, αντισυνταγματικές και ως εκ τούτου ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες, διατάξεις των περιπτώσεων 31-33 και 37 της υποπαραγράφου Γ1 και αφορά την αναδρομική, από 1-8-2012 έως την εφαρμογή του νόμου αυτού, μείωση των συντάξεων των αποστράτων αξιωματικών και ανθυπασπιστών των ενόπλων δυνάμεων, συνεπεία της οποίας υποχρεώθηκαν αυτοί να επιστρέψουν συντάξιμες αποδοχές τις οποίες είχαν ήδη εισπράξει, ως αχρεωστήτως καταβληθείσες, δεν έχει εκδοθεί νομίμως και πρέπει κατά το μέρος αυτό να ακυρωθεί» (βλ. σκέψη 23).
Με τη ΣτΕ 2192/2014 έγινε δεκτή αίτηση ακυρώσεως των Ενώσεων Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας κατά αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών και ακυρώθηκε η απόφαση αυτή καθ΄ό μέρος αφορά την αναδρομική από 1-8-2012 μείωση των συντάξεων των αποστράτων αξιωματικών και ανθυπασπιστών των ενόπλων δυνάμεων, συνεπεία της οποίας υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν εισπραχθείσες συντάξιμες αποδοχές ως αχρεωστήτως καταβληθείσες.
Ειδικότερα: καθ’ ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3 του Συντάγματος, των εκτελεστικών του ως άνω άρθρου 45 του Συντάγματος ν. 660/1977 και 2292/1995, με τους οποίους ρυθμίσθηκαν τα ζητήματα διάρθρωσης και διοίκησης των ενόπλων δυνάμεων, των ρυθμίσεων για την κατάσταση των αξιωματικών των ενόπλων δυνάμεων που περιλαμβάνονται στο ν.δ/μα 1400/1973 και τους στρατιωτικούς κανονισμούς που έχουν εκδοθεί ανά κλάδο ενόπλων δυνάμεων (π.δ/τα 130/1984, 210/1993 και 60/2009) .. του ν. 1481/1984 περί συστάσεως της Ελληνικής Αστυνομίας και του τροποποιητικού αυτού ν. 2800/2000 περί συστάσεως Αρχηγείου της ΕΛ.ΑΣ., των ν. 3922/2011 και 4150/2013 περί Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής, του ν. 3079/2002 με τον οποίο κυρώθηκε ο Κώδικας Προσωπικού του Λιμενικού Σώματος, όπως και των μισθολογικού χαρακτήρα ρυθμίσεων του άρθρου 2 παρ. 5 του ν. 754/1978, του ν. 1643/1986, του ν. 2448/1996 και του ν. 3205/2003, το δικαστήριο δέχθηκε τα εξής: «.. από τις ανωτέρω μνημονευόμενες διατάξεις συνάγεται ότι η αποστολή των ενόπλων δυνάμεων, όπως εξειδικεύεται από τους εκτελεστικούς του άρθρου 45 του Συντάγματος νόμους, συνίσταται στη διασφάλιση της εθνικής άμυνας, έννοια στην οποία περιλαμβάνεται η διαφύλαξη της εθνικής ανεξαρτησίας, η προάσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, η προστασία των ελλήνων πολιτών έναντι εξωτερικών επιθέσεων και απειλών και η εν γένει υποστήριξη των εθνικών συμφερόντων, σκοπών, δηλαδή, που, ως εκ της φύσεώς τους, συνάπτονται άμεσα με την ίδια την κρατική υπόσταση. Έμμεση αναγνώριση της αποστολής αυτής αποτελεί, εξάλλου, και η εκ του Συντάγματος ανάθεση της αρχηγίας των ενόπλων δυνάμεων στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος απονέμει τους βαθμούς στα στελέχη τους. Αντίστοιχης σπουδαιότητας είναι και η κύρια αποστολή των ενόπλων σωμάτων ασφαλείας (της Ελληνικής Αστυνομίας και του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής), η οποία συνίσταται στην τήρηση της δημόσιας τάξης και της κρατικής ασφάλειας και, εφόσον παραστεί ανάγκη, στην εξασφάλιση της εθνικής άμυνας σε συνεργασία με τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας .. Η εθνική άμυνα, η δημόσια τάξη και η κρατική ασφάλεια, ειδικότερες εκφάνσεις των οποίων αποτελεί η πρόληψη και η καταστολή του εγκλήματος, ως κατεξοχήν δημόσιες εξουσίες και εκφράσεις κυριαρχίας, αποτελούν αρμοδιότητες αναπόσπαστες από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας. Για το λόγο αυτό, η άσκηση των επιμέρους αρμοδιοτήτων που συγκροτούν την αποστολή των σωμάτων αυτών, μη δυνάμενη, κατ’ αρχήν, να παραχωρηθεί σε ιδιώτες ασκείται, μέσω των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, μόνον από το κράτος .. Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις συνάγεται περαιτέρω, ότι για την εκπλήρωση της συνταγματικής τους αποστολής, τόσο οι ένοπλες δυνάμεις όσο και τα σώματα ασφαλείας αποτελούν στρατιωτικώς οργανωμένα σώματα, με αυστηρή ιεραρχική δομή και λειτουργία, βασισμένη στην απαρέγκλιτη τήρηση των κανόνων της πειθαρχίας και της υπακοής των κατωτέρων προς τους ανωτέρους τους, οι δε υπηρετούντες σ΄αυτά δεν αποτελούν πολιτικούς, αλλά στρατιωτικούς υπαλλήλους επί των οποίων δεν εφαρμόζονται οι περί μονιμότητας διατάξεις του άρθρου 103 παρ.4 του Συντάγματος .. Λόγω, εξάλλου, της ιδιαίτερα επικίνδυνης αποστολής των σωμάτων αυτών, συνεπαγόμενης εμπλοκή σε γυμνάσια και ασκήσεις, ενδεχομένως και σε πολεμικές επιχειρήσεις (στρατιωτικοί ενόπλων δυνάμεων) ή σύγκρουση με το έγκλημα (αστυνομικοί, λιμενικοί), αλλά και του χαρακτήρα των σωμάτων αυτών, ως στρατιωτικώς οργανωμένων, οι υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας τελούν υπό ιδιαίτερο εξουσιαστικό καθεστώς. Η ειδική αυτή σχέση εξουσιάσεως προς το κράτος συνεπάγεται αυξημένες υπηρεσιακές και εξωυπηρεσιακές υποχρεώσεις και δικαιολογεί τις απολύτου χαρακτήρα απαγορεύσεις της απεργίας των στρατιωτικών και των εκδηλώσεών τους υπέρ ή κατά πολιτικών κομμάτων, που επιβάλλονται από τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ.2 και 29 παρ.3 του Συντάγματος, περαιτέρω δε καθιστά συνταγματικά επιτρεπτούς τους ειδικούς περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων των στρατιωτικών, οι οποίοι δεν θα ήταν ανεκτοί εάν επιβάλλονταν στους λοιπούς πολίτες, όπως του δικαιώματος ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και επαγγελματικής ελευθερίας, του δικαιώματος εκφράσεως και των δικαιωμάτων συνενώσεως και συναθροίσεως. Ειδικότερα, τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, κατά την άσκηση των ατομικών τους δικαιωμάτων, υπόκεινται, πέραν των γενικών περιορισμών που επιβάλλει ο νόμος, και σε ειδικότερους πρόσθετους περιορισμούς που δικαιολογούνται από τη φύση της σχέσης τους με το κράτος και τις απορρέουσες από τη σχέση αυτή υποχρεώσεις, εφόσον, βεβαίως, δεν οδηγούν σε κατ’ ουσία αναίρεση του αντιστοίχου δικαιώματος .. Εξάλλου, οι κανόνες του πειθαρχικού δικαίου των στρατιωτικών καθιερώνουν ιδιαίτερα πειθαρχικά παραπτώματα, που δικαιολογούνται κατ΄αρχήν εκ της ανάγκης αποτελεσματικής ασκήσεως της αποστολής των σωμάτων αυτών και διατηρήσεως της συνοχής και της πειθαρχίας τους, τα οποία, μάλιστα, τιμωρούνται με την επιβολή πειθαρχικών ποινών περιοριστικών της ελευθερίας των παραβατών (περιορισμός, κράτηση, φυλάκιση κ.α.), ενώ περαιτέρω οι στρατιωτικοί των ενόπλων δυνάμεων και του λιμενικού σώματος υπάγονται, στη δικαιοδοσία των ειδικών ποινικών δικαστηρίων του άρθρου 96 παρ. 4 περ. α΄ του Συντάγματος και στις διατάξεις του στρατιωτικού ποινικού κώδικα, με τις οποίες καθιερώνονται ιδιαίτερα στρατιωτικά εγκλήματα, διακεκριμένα των προβλεπομένων από τις διατάξεις του κοινού ποινικού δικαίου. Τέλος, στοιχεία της υπηρεσιακής καταστάσεως των στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας είναι, μεταξύ άλλων, και η διαρκής ετοιμότητα και η αυξημένη επιφυλακή, η κατ΄αρχήν αποκλειστική απασχόλησή τους και η συνακόλουθη απαγόρευση ασκήσεως άλλου επαγγέλματος ή παροχή επ΄αμοιβή ιδιωτικού έργου, όπως επίσης και οι συχνές μεταθέσεις τους. .. από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται περαιτέρω ότι αντιστάθμισμα των ανωτέρω απαγορεύσεων και περιορισμών και των ειδικών συνθηκών εργασίας των στρατιωτικών και των σωμάτων ασφαλείας, οι οποίες συνεπάγονται αυξημένους κινδύνους για τη ζωή και τη σωματική τους ακεραιότητα, αλλά και αναγνώριση της σημασίας της αποστολής που επιτελούν, αποτελεί η ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση τους, την οποία διαχρονικώς τους επιφύλαξε ο κοινός νομοθέτης. H ευνοϊκή αυτή μεταχείριση δεν είναι ανάλογη με εκείνη των αμέσων πολιτειακών οργάνων του Κράτους, η οποία θεμελιώνεται στο άρθρο 26 του Συντάγματος και, στη συνέχεια, όσον αφορά τους δικαστικούς λειτουργούς, κατοχυρώνεται και ρητώς στο άρθρο 88 παρ.2 αυτού, το οποίο επιτάσσει την χορήγηση σ΄αυτούς, με ειδικό νόμο, αποδοχών αναλόγων προς το λειτούργημά τους και τουλάχιστον ίσων προς τις αποδοχές των αντιστοίχων προς τους δικαστικούς λειτουργούς οργάνων των άλλων δύο λειτουργιών, αλλά, όσον αφορά τους στρατιωτικούς και τους υπαλλήλους των σωμάτων ασφαλείας, η ευνοϊκή μισθολογική μεταχείρισή τους απορρέει εμμέσως εκ της ιδιαίτερης σημασίας της εκ του Συντάγματος αποστολής τους που δικαιολογεί, εξάλλου, και τις συνταγματικές απαγορεύσεις και τους ειδικούς περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων τους .. Ειδικότερα, η αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των στρατιωτικών εγγυάται την διαμόρφωση του ύψους των αποδοχών τους με κριτήρια όχι μόνον τον κλάδο, τον βαθμό ή τα καθήκοντα του υπαλλήλου αλλά την λήψη υπόψη και κριτηρίων, όπως οι ιδιαίτερες συνθήκες ασκήσεως και η επικινδυνότητα του επαγγέλματός τους ώστε οι αποδοχές τους να είναι επαρκείς για αξιοπρεπή διαβίωση και ανάλογες της σημασίας της αποστολής τους για το Κράτος, προκειμένου, συγχρόνως, να αποτρέπονται η εξωυπηρεσιακή απασχόλησή τους, και δη σε τομείς που ιδιαιτέρως εξυπηρετούνται από την στρατιωτική ή αστυνομική τους ιδιότητα (φύλαξη προσώπων, επιχειρήσεων κ.λ.π.), καθώς και οι συνδεόμενοι με την άσκηση των καθηκόντων τους ηυξημένοι κίνδυνοι διαφθοράς. Το δε ύψος των αποδοχών της ηγεσίας των σωμάτων αυτών και των υπηρετούντων στους ανώτατους βαθμούς πρέπει να διαμορφώνεται αναλόγως και του κύρους του βαθμού τους και των ευθυνών των καθηκόντων τους τόσο σε καιρό ειρήνης όσο και πολέμου, λόγω, εξάλλου, και της αυστηρής ιεραρχικής δομής των στρατιωτικών σωμάτων. Συνεπώς, η υποχρέωση τηρήσεως από τον κοινό νομοθέτη της απορρέουσας εμμέσως από τις διατάξεις των άρθρων 45, 23 παρ.2 και 29 παρ.3 του Συντάγματος, αρχής της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των στρατιωτικών αποτελεί μία πρόσθετη θεσμική εγγύηση που εξασφαλίζει την αποτελεσματική εκπλήρωση της αποστολής των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας μέσω της ενισχύσεως του ηθικού των στελεχών τους, αλλά και δικαίωμα των στρατιωτικών, λόγω των συνταγματικών απαγορεύσεων και περιορισμών, στους οποίες υπόκεινται και της επικινδυνότητας των καθηκόντων τους. Και ναι μεν στο πλαίσιο της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής και κατ΄ εκτίμηση των εκάστοτε κρατουσών οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών ο κοινός νομοθέτης δύναται να προβεί σε μείωση του βασικού μισθού ή και των επιδομάτων των στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, δεδομένου, μάλιστα, ότι από καμία συνταγματική διάταξη ή αρχή δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε αποδοχές συγκεκριμένου ύψους, όμως η μεταβολή του μισθολογικού καθεστώτος των στρατιωτικών με τέτοιας φύσεως ή εκτάσεως μείωση των αποδοχών, που να επιφέρει ανατροπή του έως τότε ισχύοντος μισθολογικού καθεστώτος, δεν μπορεί να γίνει χωρίς να έχει προηγουμένως εκτιμηθεί το δημοσιονομικό όφελος, σε σχέση με τις επιπτώσεις, που η μείωση αυτή μπορεί να έχει στην λειτουργία των ενόπλων αυτών σωμάτων, καθώς και αν η μείωση είναι αναγκαία ή θα μπορούσε να αναπληρωθεί με άλλα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, με μικρότερο κόστος για το προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας. Η υποχρέωση αυτή, η οποία ισχύει, κατ΄αρχήν, για κάθε σημαντική μείωση αποδοχών, η οποία στρέφεται κατά συγκεκριμένης κατηγορίας υπαλλήλων ή λειτουργών του Δημοσίου, καθίσταται εντονότερη στην περίπτωση των στρατιωτικών, υπέρ των οποίων ο νομοθέτης έχει, σύμφωνα με όσα ανωτέρω έχουν εκτεθεί, υποχρέωση, κατά τον προσδιορισμό του ύψους των αποδοχών τους, να λαμβάνει υπόψη, εκτός από τα συνήθη κριτήρια, και τις ιδιαίτερες συνθήκες ασκήσεως και την επικινδυνότητα του επαγγέλματός τους, καθώς και την επιτασσομένη αποκλειστική αφιέρωση στο επάγγελμα αυτό, ώστε οι αποδοχές τους να είναι επαρκείς για αξιοπρεπή διαβίωση και ανάλογες της σημασίας της αποστολής τους. Στο αρμόδιο δε δικαστήριο επιφυλάσσεται ο έλεγχος της συνταγματικότητας των σχετικών διατάξεων, από την άποψη της λήψεως υπόψη από τον νομοθέτη, στην συγκεκριμένη περίπτωση, των ως άνω νομίμων κριτηρίων και όχι άλλων προδήλως απροσφόρων, έλεγχος πάντως που είναι οριακός ..» (βλ. σκέψεις 11 και 12). Περαιτέρω, το δικαστήριο έλαβε υπ’ όψιν τις προβλέψεις, σχετικά με τη μείωση των αποκαλούμενων «ειδικών μισθολογίων» του δημόσιου τομέα, του εγκριθέντος με το άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 4046/2012 Μνημονίου Συνεννόησης, όπως και της 2012/211/ΕΕ αποφάσεως του Συμβουλίου της 13.3.2012, που ελήφθη μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της διαδικασίας για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους (PSI), οι οποίες προηγήθηκαν του ν. 4093/2012, με τον οποίο εγκρίθηκε το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016, με τις διατάξεις δε των περιπτώσεων 13-36 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του οποίου επήλθαν μειώσεις σε όλα τα χαρακτηρισθέντα από τον νομοθέτη «ειδικά μισθολόγια», καθώς επίσης (έλαβε υπ’ όψιν) ότι μετά την δημοσίευση του ν. 4093/2012 και την κύρωση του κρατικού προϋπολογισμού στον οποίο ενσωματώθηκαν τα μέτρα δημοσιονομικής στρατηγικής που είχαν περιληφθεί στο μεσοπρόθεσμο πλαίσιο δημοσιονομικής στρατηγικής (ν. 4095/2012), το Eurogroup αποφάσισε στις 27 Νοεμβρίου 2012 την αποκατάσταση της ομαλής ροής χρηματοδότησης της Ελλάδας, ενώ τον Δεκέμβριο του 2012 έλαβε χώρα νέα επικαιροποίηση του Μνημονίου Συνεννόησης, στο οποίο κατεγράφησαν όλα τα μέτρα που είχαν ήδη περιληφθεί στο μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχεδιασμό για τον περιορισμό του μισθολογικού κόστους του δημοσίου, μεταξύ των οποίων και η προοδευτική μείωση των αποδοχών των αμειβομένων βάσει ειδικών μισθολογίων. Εξ άλλου, με τις διατάξεις των περιπτώσεων 31-33 της ανωτέρω υποπαραγράφου Γ.1 του ν. 4093/2012, που, σύμφωνα και με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, θεσπίσθηκαν στο πλαίσιο εφαρμογής του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής, μειώθηκαν οι αποδοχές των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, με τη μείωση του βασικού μισθού του υπολοχαγού και των αντίστοιχων βαθμών, τη μείωση των συντελεστών βάσει των οποίων καθορίζονται οι βασικοί μισθοί των λοιπών βαθμών και τη μείωση των προβλεπόμενων επιδομάτων και αποζημιώσεων, ενώ, κατ’ εξουσιοδότηση της διατάξεως της περιπτώσεως 37, με την οποία ορίσθηκε ότι «Ο χρόνος και ο τρόπος επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθεισών αποδοχών .. , που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας υποπαραγράφου, καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών», εκδόθηκε η προσβληθείσα υπ’ αριθ. 2/83408/0022/14.11.2012 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (Β΄ 3017/14.11.2012), με την οποία καθορίσθηκε ο χρόνος και ο τρόπος επιστροφής των ποσών που προέκυψαν από την αναδρομική μείωση, από 1-8-2012, των αποδοχών και συντάξεων των μισθοδοτουμένων βάσει ειδικών μισθολογίων` με τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 4093/2012 επήλθαν, όπως προκύπτει και από την συνοδεύουσα τον νόμο αυτό έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, στις αποδοχές των στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων και των υπαλλήλων των σωμάτων ασφαλείας οι αναλυτικά αναφερόμενες στη σκέψη 16 της αποφάσεως μεταβολές. Βάσει των δεδομένων που προκύπτουν από τις εκτεθείσες στις σκέψεις 13-15 ρυθμίσεις και πράξεις και άλλωστε επιβεβαιώνονται και από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψηφίσεως του ν. 4093/2012 από τη Βουλή των Ελλήνων κυριαρχικώς (ότι δηλαδή «ο νομοθέτης, αφού διαπίστωσε ότι η οικονομική ύφεση συνεχίζεται και ότι η χώρα εξακολουθεί να έχει “συνεχή προβλήματα με τη φορολογική συμμόρφωση”, την είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών και την προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αποφάσισε να λάβει και πάλι, μεταξύ άλλων, ως άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης την περαιτέρω μείωση των αποδοχών των μισθοδοτούμενων από το δημόσιο βάσει "ειδικών" μισθολογίων υπαλλήλων και λειτουργών», παρότι δε « .. καθένα από τα "ειδικά" αυτά μισθολόγια αφορούσε διαφορετική κατηγορία λειτουργών ή υπαλλήλων, με απολύτως διακεκριμένα καθήκοντα και αποστολή, ο νομοθέτης τα αντιμετώπισε συλλήβδην ως ένα ενιαίο οικονομικό μέγεθος, το οποίο έπρεπε, υπολογιζόμενο ως σύνολο, να μειωθεί κατά ποσοστό 10% στο πλαίσιο της επιχειρούμενης μειώσεως του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημοσίου χρέους»), το δικαστήριο συνήγαγε περαιτέρω τα εξής: « .. ο νομοθέτης, χωρίς να λάβει υπόψη τους λόγους για τους οποίους είχε θεσπισθεί ιδιαίτερο μισθολόγιο για καθεμία από τις εν λόγω κατηγορίες λειτουργών ή υπαλλήλων και το οποίο, για ορισμένες εξ αυτών, συνδέεται με την άσκηση της εκ του Συντάγματος κρατικής τους αποστολής, προέβη σε μείωση των "ειδικών" μισθολογίων, αποδίδοντας σημασία, για τον καθορισμό του ύψους της μειώσεως σε κάθε μισθολόγιο και σε κάθε βαθμό εντός του αυτού μισθολογίου, αποκλειστικώς και μόνον στο μαθηματικό ύψος των έως τότε χορηγουμένων αποδοχών. Με βάση το κριτήριο αυτό ο νομοθέτης θέσπισε μεγαλύτερο ποσοστό μειώσεως (άνω δηλαδή του 10%, το οποίο εξελήφθη ως μέσος όρος για τις μειώσεις σε όλα τα μισθολόγια) στα μισθολόγια, στα οποία το ύψος των αποδοχών ήταν γενικώς μαθηματικώς υψηλότερο, και μικρότερο σε εκείνα, στα οποία το ύψος των αποδοχών ήταν μαθηματικώς μικρότερο, εντός δε του ίδιου μισθολογίου μείωσε κατά μεγαλύτερο ποσοστό τις αποδοχές των κατεχόντων τους ανωτέρους και ανωτάτους βαθμούς λειτουργούς και υπαλλήλους. Κατ’ εφαρμογή του αμιγώς αριθμητικού αυτού κριτηρίου, ο νομοθέτης καθόρισε και τις μειώσεις στις αποδοχές των στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, επιφέροντας, ειδικότερα, μειώσεις στο ύψος του μισθού βάσης και των συντελεστών που εφαρμόζονται επ’ αυτού για τον υπολογισμό των βασικών μισθών των λοιπών βαθμών, καθώς και στο ύψος των χορηγούμενων σε αυτούς επιδομάτων, οι οποίες αποδοχές .. έχουν τον χαρακτήρα κινήτρου για την αποτελεσματικότερη εκπλήρωση της αποστολής τους και αντισταθμίσματος για τις ιδιαίτερες συνθήκες εκτέλεσης των καθηκόντων τους. Εξάλλου, για τη μείωση των συντελεστών, βάσει των οποίων καθορίζονται οι βασικοί μισθοί των στελεχών των ενόπλων αυτών σωμάτων, η εφαρμογή των οποίων άγει σε πρόσθετη σημαντική μείωση των αποδοχών των υψηλόβαθμων, ιδίως, στρατιωτικών (άνω του 10%) δεν παρατίθεται άλλη δικαιολογία, εκτός από το ότι οι μισθοί των ανώτατων αξιωματικών είναι μαθηματικώς υψηλότεροι των μισθών των υπολοίπων στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, ρύθμιση, η οποία, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, αποτελούσε επαρκές μέτρο για την προστασία όσων βρίσκονται "στις χαμηλότερες μισθολογικές κλίμακες"». Στη συνέχεια το δικαστήριο δέχθηκε ότι από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4, 79 παρ. 1 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος συνάγονται τα εξής: « .. σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσεως, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού και, ιδίως, όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο ταμείο λόγω της άμεσης εφαρμογής και αποτελεσματικότητας των επιβαλλομένων σε βάρος τους μέτρων για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος. Η δυνατότητα, όμως, αυτή δεν μπορεί να είναι απεριόριστη αλλά έχει ως όριο τις αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, οι οποίες επιτάσσουν το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής να κατανέμεται μεταξύ όλων των κατηγοριών απασχολουμένων τόσο στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, όπως, επίσης, και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα, δεδομένου, μάλιστα, ότι η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών είναι προς όφελος όλων. Και τούτο διότι, ενόψει και της καθιερουμένης στο άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος αξιώσεως του κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας να κατανέμεται πάντοτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών ώστε η σωρευτική επιβάρυνση αυτών να είναι ιδιαίτερα μεγάλη και να είναι πλέον εμφανής η υπέρβαση των ορίων της αναλογικότητας και της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών, αντί της προωθήσεως διαρθρωτικών μέτρων ή της εισπράξεως των φορολογικών εσόδων από την μη εφαρμογή των οποίων ευνοούνται, κυρίως, άλλες κατηγορίες πολιτών (πρβλ ΣτΕ 668/2012 Ολ.)» (βλ. σκέψη 19). Το δικαστήριο, εξ άλλου, διαπίστωσε ότι, από την δημοσίευση του ν. 3833/2010 «Προστασία της εθνικής οικονομίας – Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης» (Α’ 40/15.3.2010) μέχρι την αναδρομική από 1-8-2012 μείωση των αποδοχών τους που επήλθε με τις επίμαχες διατάξεις του ν. 4093/2012, τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας υπέστησαν διαδοχικώς τις αναφερόμενες στη σκέψη 20 της αποφάσεως μειώσεις των αποδοχών τους. Με τα ανωτέρω δεδομένα, το δικαστήριο έκρινε ότι « .. ούτε από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψηφίσεως του ν. 4093/2012, ούτε από το κείμενο του εγκριθέντος με τον νόμο αυτό Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016, ούτε, τέλος, από το κείμενο του εγκριθέντος με τον ν. 4046/2012 Μνημονίου Συνεννόησης προκύπτει ότι κατά τον προσδιορισμό του ύψους των περικοπών στο μισθολόγιο των στρατιωτικών ελήφθησαν υπόψη, πέραν του ανωτέρω καθαρώς αριθμητικού και, ως εκ τούτου, προδήλως απροσφόρου κριτηρίου, της επιτεύξεως δηλαδή συγκεκριμένης μεσοσταθμικής μειώσεως του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, η σημασία της αποστολής των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας και οι ιδιαίτερες συνθήκες ασκήσεως των καθηκόντων των στελεχών τους. Ούτε προκύπτει ότι έγιναν ειδικές εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις από τις εν λόγω μειώσεις στη λειτουργία των ενόπλων αυτών σωμάτων, ούτε αν οι εκ των μειώσεων προερχόμενες επιπτώσεις είναι μικρότερες ή μεγαλύτερες από το οικονομικό όφελος που θα προκύψει, ούτε, τέλος, αν θα μπορούσαν να ληφθούν άλλα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, με μικρότερο κόστος για το προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας. Δεν εξετάσθηκε, επίσης, αν οι αποδοχές των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας παραμένουν, και μετά τις νέες μειώσεις, επαρκείς για την αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς διαβίωσης τους και ανάλογες της αποστολής τους». «Η συνεκτίμηση των ως άνω κριτηρίων και λοιπών παραγόντων», έκρινε περαιτέρω το δικαστήριο, «ήταν .. επιβεβλημένη διότι οι επίμαχες περικοπές αφορούσαν σε αποδοχές των στελεχών στρατιωτικώς οργανωμένων σωμάτων, υπέρ των οποίων ο κοινός νομοθέτης έχει υποχρέωση ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως, η οποία απορρέει εμμέσως από τα άρθρα 45, 23 παρ.2 και 29 παρ.3 του Συντάγματος, ως αρχή που εγγυάται την αποτελεσματική εκπλήρωση της κρατικής αποστολής τους και ως αντιστάθμισμα για τις ιδιαίτερες συνθήκες εκτελέσεως των καθηκόντων τους». Οι ελλείψεις αυτές κρίθηκε ότι δεν μπορούσαν να αναπληρωθούν από μελέτη που προσκόμισε η διοίκηση, η οποία είχε συνταχθεί κατά τον Μάρτιο του 2011 στο πλαίσιο εκπονήσεως του ενιαίου βαθμολογίου και μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων (ν. 4024/2011) και, ανεξαρτήτως του ότι δεν προέκυπτε ότι είχε τεθεί στη διάθεση του νομοθετικού οργάνου και ληφθεί υπ’ όψιν κατά την διαμόρφωση των επιμέρους ρυθμίσεων του ν. 4093/2012, δεν περιείχε λόγους που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν από την ανωτέρω άποψη, τις επίμαχες περικοπές και ότι «με τα δεδομένα που ίσχυαν κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως του ν. 4093/2012» οι επελθούσες με το νόμο αυτό, βάσει του ανωτέρω καθαρώς αριθμητικού κριτηρίου, « συγκεκριμένες μειώσεις των αποδοχών των στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, .. συνυπολογιζόμενες με την πλήρη κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας, τις υπόλοιπες μειώσεις που .. επεβλήθησαν διαδοχικώς στις αποδοχές των στρατιωτικών και τις αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις, υπερβαίνουν, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος και της εκτάσεώς τους, το όριο που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, δεδομένης εξάλλου, και της αδυναμίας προωθήσεως των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και εισπράξεως των ληξιπροθέσμων φορολογικών οφειλών που απετέλεσαν .. έναν από τους λόγους για τους οποίους κρίθηκαν και πάλι αναγκαίες, μεταξύ άλλων, οι νέες μειώσεις στις αποδοχές των στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας». Κατόπιν των ανωτέρω, το δικαστήριο έκρινε ότι οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επικαλέσθηκε η Διοίκηση προς δικαιολόγηση των επίμαχων περικοπών του ν. 4093/2012, «οι οποίοι συνίστανται στην επίτευξη των στόχων του μεσοπρόθεσμου προγράμματος, στην εκπλήρωση, δηλαδή, των προϋποθέσεων που τίθενται, υπό μορφή προαπαιτούμενων, για τη συνέχιση της χρηματοδότησης του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας αν και δικαιολογούν κατ΄αρχήν, την λήψη μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών, περιοριζόμενοι στην ανάγκη μειώσεως του μισθολογικού κόστους του προσωπικού του Δημοσίου για την κάλυψη τμήματος του δημοσιονομικού κενού του προγράμματος προσαρμογής, το οποίο προέκυψε, κυρίως, λόγω της αποτυχίας εισπράξεως των προβλεπομένων φορολογικών εσόδων και των ανείσπρακτων οφειλών παρελθόντων ετών και της αδυναμίας προωθήσεως των διαρθρωτικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεων του προγράμματος προσαρμογής, δεν αρκούν για να καταστήσουν συνταγματικώς ανεκτές τις συγκεκριμένες περικοπές. Και τούτο διότι, ανεξαρτήτως του ότι το δημόσιο συμφέρον, για την εξυπηρέτηση του οποίου επεβλήθησαν οι νέες μειώσεις, δεν ήταν τόσο έντονο όσο εκείνο που δικαιολογούσε την υιοθέτηση των αρχικών μέτρων των ν. 3833/2010 και 3845/2010 που ελήφθησαν, κατά τις διαπιστώσεις του νομοθέτη, προ του κινδύνου άμεσης χρεωκοπίας και εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη, οι επίμαχες περικοπές συνιστούν μέτρα που λαμβάνονται μεν για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, επιβαρύνουν, όμως, και πάλι, κατά παράβαση της κατ’ άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος υποχρεώσεως όλων των πολιτών για εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, την ίδια κατηγορία πολιτών. Περαιτέρω, οι περικοπές αυτές δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ούτε εκ του λόγου ότι αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που περιέχει δέσμη μέτρων για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, προϋπόθεση, η οποία αποτελεί αναγκαίο όχι όμως και επαρκή όρο για την συνταγματικότητα των εν λόγω περικοπών. Εξάλλου, ανεπιτυχώς επιχειρείται η στήριξη της συνταγματικότητας των μέτρων αφενός μεν στην μεγαλύτερη της αναμενόμενης ύφεση της ελληνικής οικονομίας, η οποία κατέστησε μεν επιβεβλημένη την λήψη νέων μέτρων, όχι όμως και αναγκαίως την εκ νέου περιστολή του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, αφετέρου δε στην αυξημένη αποτελεσματικότητα των εν λόγω μέτρων, η οποία, ωστόσο, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κατ΄επανάληψη επιβάρυνση των ίδιων προσώπων. Τέλος, η υπ΄ αριθ. 2Ο12/211/ΕΕ απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 13.3.2012, με την οποία προβλέφθηκε «μείωση κατά 12% κατά μέσο όρο των ειδικών μισθών του δημόσιου τομέα για τους οποίους δεν ισχύει το νέο μισθολόγιο», εν πάση περιπτώσει δεν έχει την έννοια ότι απαλλάσσει τον εθνικό νομοθέτη, κατά την άσκηση της εθνικής δημοσιονομικής πολιτικής στο πλαίσιο εκπληρώσεως των διεθνών υποχρεώσεων της Χώρας, από την τήρηση των προαναφερομένων συνταγματικών διατάξεων και αρχών» (βλ. σκέψη 21). Κατόπιν τούτου, το δικαστήριο έκρινε, κατ’ αποδοχή σχετικού λόγου ακυρώσεως, ότι «οι διατάξεις των περιπτώσεων 31-33 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 .. καθώς και της απολύτου συναφούς προς αυτές διατάξεως της περιπτώσεως 37, αντίκεινται .. προς την απορρέουσα εμμέσως από τις διατάξεις των άρθρων 45, 23 παρ.2 και 29 παρ.9 του Συντάγματος αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των στρατιωτικών (Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας) καθώς και προς τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 4 παρ.5 και 25 παρ. 4» και ότι, συνεπώς, η προσβληθείσα απόφαση, « .. κατά το μέρος που στηρίζεται στις ανωτέρω, αντισυνταγματικές και ως εκ τούτου ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες, διατάξεις των περιπτώσεων 31-33 και 37 της υποπαραγράφου Γ1 και αφορά την αναδρομική, από 1-8-2012 έως την εφαρμογή του νόμου αυτού, μείωση των συντάξεων των αποστράτων αξιωματικών και ανθυπασπιστών των ενόπλων δυνάμεων, συνεπεία της οποίας υποχρεώθηκαν αυτοί να επιστρέψουν συντάξιμες αποδοχές τις οποίες είχαν ήδη εισπράξει, ως αχρεωστήτως καταβληθείσες, δεν έχει εκδοθεί νομίμως και πρέπει κατά το μέρος αυτό να ακυρωθεί» (βλ. σκέψη 23).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου